Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

ΣΤΑΣΙΜΟΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ, Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΥΝΤΑΓΗ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑΣ:

Η «καταδίκη» της χώρας μας σε μία ειδική μορφή του φαινομένου, σύμφωνα με το οποίο η ανεργία αυξάνεται, ταυτόχρονα με την άνοδο των τιμών αγοράς για τους καταναλωτές και τη μείωση των τιμών πώλησης για τη βιομηχανία

Είναι γνωστό ότι ο καπιταλισμός, τον οποίο εμείς τουλάχιστον δεν «ταυτίζουμε» με το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας, παρομοιάζεται με ένα αεροπλάνο, το οποίο μπορεί να σταθεί στον αέρα, μόνο εάν κερδίζει συνεχώς ύψος. Εάν δηλαδή «θελήσει» να διατηρήσει μία σταθερή πορεία, έχοντας «προσεγγίσει» τα όρια της γήινης ατμόσφαιρας, κινδυνεύει να συντριβεί, αφού δεν έχει «εφευρεθεί» ο τρόπος, με τον οποίο είναι εφικτή η οριζόντια «πτήση» του – πόσο μάλλον η ασφαλής «κάθοδος» του, σε χαμηλότερα επίπεδα.

Φυσικά, όπως συνήθως συμβαίνει, υπάρχουν κάποιες αιτίες, οι οποίες εμποδίζουν τη σταθεροποίηση του. Κατά την άποψη μας, η σημαντικότερη όλων είναι ο «εγγενής καταναγκασμός» που τον διακρίνει, ο οποίος επικεντρώνεται στη μεγιστοποίηση των «στόχων» του – είτε αυτά είναι τα κέρδη, είτε το μέγεθος των επιχειρήσεων που «κατασκευάζει» . Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία όλο και μεγαλύτερων επιχειρήσεων, μέσω της απορρόφησης της μίας από την άλλη, καθώς επίσης τη μεγιστοποίηση των εσόδων, με τη βοήθεια της κερδοσκοπίας.

Τόσο ο ένας τρόπος όμως, όσο και ο άλλος, λειτουργούν εις βάρος των κρατών – κατ’ επέκταση των Πολιτών τους. Για παράδειγμα, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις μειώνουν συνεχώς, με τη βοήθεια της εκτεταμένης φοροαποφυγής, τη φορολογική βάση των κρατών την οποία, για ένα ορισμένο μόνο χρονικό διάστημα, μπορούν να «καλύψουν» οι μικρομεσαίες εταιρείες και οι μισθωτοί φορολογούμενοι. Η «κάλυψη» αυτή, είναι το αποτέλεσμα της επιβολής υψηλότερων συντελεστών φορολόγησης στους Πολίτες, με σκοπό την εξισορρόπηση της απώλειας φόρων από τις πολυεθνικές. Το «μέτρο» αυτό όμως κάποια στιγμή παύει να αποδίδει, αφού φτάσει στα όρια της φοροδοτικής ικανότητας των Πολιτών και οδηγήσει την Οικονομία στην ύφεση – τα κράτη στην υπερχρέωση.

Περαιτέρω, στα πλαίσια της «εξελικτικής διαδικασίας» του μονοπωλιακού καπιταλισμού, «διαφθείρονται» σκόπιμα οι πολιτικές ηγεσίες, ιδίως αυτές των ασθενέστερων κρατών με αποτέλεσμα να αυξάνονται δυσανάλογα οι δημόσιες δαπάνες. Έτσι «κυοφορείται», επιδεινούμενος γεωμετρικά, ένας «εκρηκτικός μηχανισμός», τοποθετημένος στα θεμέλια των κρατών - αφού τα διαρκώς μειούμενα έσοδα, απέναντι σε αυξημένες δαπάνες, αργά ή γρήγορα αποσταθεροποιούν εντελώς το «σύστημα».

Από την άλλη πλευρά, η κερδοσκοπία οδηγεί τις επενδύσεις στα χρηματιστήρια, όπου αναμένονται σε συντομότερο χρονικό διάστημα μεγαλύτερες αποδόσεις, από αυτές που θα προσέφεραν οι αντίστοιχες στην πραγματική οικονομία – φυσικά με ανάλογους των κερδών κινδύνους, όπως συμβαίνει πάντοτε, τόσο για τους κερδοσκόπους, όσο και για το ίδιο το «σύστημα» .

Τα παραπάνω «δεδομένα», συνδυαζόμενα με τα «οικονομικά-γεωπολιτικά» στρατηγικά προγράμματα των ισχυρότερων δυνάμεων του πλανήτη, «συνθέτουν» από κοινού μία δυσδιάκριτη εικόνα, η οποία πολύ δύσκολα οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα – πόσο μάλλον αφού εμπεριέχει πολλά, διαφορετικά «μέτωπα».

Έτσι λοιπόν, οδηγηθήκαμε πρόσφατα στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία «επιδιορθώθηκε» (προφανώς δεν επιλύθηκε) από τα κράτη - όπου επέλεξαν τελικά να διασώσουν το τραπεζικό τους σύστημα, επιβαρύνοντας τους Πολίτες τους. Ήδη όμως από τότε υποθέταμε τεκμηριωμένα ότι, στην προκειμένη περίπτωση, «το αεροπλάνο είχε αγγίξει τα όρια του» - αφού δεν ακολουθούσε κανένας, ο οποίος θα μπορούσε να διασώσει τα κράτη, εάν και όταν η κρίση «εξελισσόταν».

Μοναδική ίσως εξαίρεση αποτελούν οι διακρατικές ενώσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να αναλάβουν από κοινού, «συλλογικά» δηλαδή, τη διάσωση των επί μέρους κρατών τους. Στην περίπτωση της Ευρωζώνης, μία ενδεχόμενη μετατροπή της ΕΚΤ σε πραγματική κεντρική τράπεζα, κατά το «παράδειγμα» της Fed, θα μπορούσε κάλλιστα να διασώσει όλα τα κράτη-μέλη της (καθιστώντας φυσικά περιττή τη «ΔΝΤ-εγκληματική λύση» για την Ελλάδα).

Για παράδειγμα, μέσω της «εκτύπωσης» χρημάτων, καθώς επίσης της απ’ ευθείας αγοράς κρατικών ομολόγων, θα προκαλούταν ένας ελεγχόμενος πληθωρισμός, με εξαιρετικά ευεργετικά αποτελέσματα .

Με δεδομένο λοιπόν ότι ο πληθωρισμός είναι η καλύτερη δυνατή μέθοδος μείωσης των χρεών, θα είχε σίγουρα επιλεγεί προ πολλού από τις χώρες της Ευρωζώνης, εάν δεν υπήρχε η άρνηση της Γερμανίας. Ο λόγος που η χώρα αυτή αντιτίθεται στη μοναδική υγιή λύση των προβλημάτων της ΕΕ και του Ευρώ, δεν είναι άλλος από την πρόθεση της να ηγηθεί μίας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής (Ευρασία) – γεγονός που προϋποθέτει τη δημοσιονομική και λοιπή πειθαρχία των «εταίρων» της, η οποία εξασφαλίζει την οικονομική της ηγεμονία, αποδυναμώνοντας ταυτόχρονα τη Γαλλία.

Φυσικά, η εμμονή της Γερμανίας, αφενός μεν οδηγεί κάποιες χώρες του «Νότου» στα όρια των δυνατοτήτων τους, αφετέρου «προσελκύει» τους κερδοσκόπους οι οποίοι, διαισθανόμενοι τις αδυναμίες μίας μη συνεκτικής και μη αλληλέγγυας νομισματικής ένωσης, η οποία «βάλλεται» επί πλέον από τις Η.Π.Α. (δολάριο), πιθανολογούν την αποκόμιση τεραστίων κερδών, με το ελάχιστο δυνατό ρίσκο («στοιχήματα» CDS).

Δυστυχώς η χώρα μας, για λόγους που έχουμε αναλύσει στο παρελθόν , προηγήθηκε των υπολοίπων κρατών του Νότου, επειδή ήταν από την αρχή τοποθετημένη στο στόχαστρο. Πόσο μάλλον αφού, η προηγούμενη κυβέρνηση της επέλεξε την «απόδραση», με τη βοήθεια των πρόωρων εκλογών, ενώ ακολούθησε μία καινούργια, εντελώς άπειρη, η οποία διαχειρίσθηκε μία πραγματικά μεγάλη κρίση, απόλυτα καταστροφικά. Οι ενέργειες της αυτές, ιδιαίτερα η αδυναμία της να δανεισθεί έγκαιρα από τις διεθνείς αγορές, λαμβάνοντας παράλληλα τα σωστά δημοσιονομικά μέτρα, μετέτρεψε την Ελληνική κρίση σε καταστροφική «λαίλαπα» - οδηγώντας τη χώρα μας αδικαιολόγητα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.

Κατ’ επακόλουθο, η Ελλάδα είναι η πρώτη που υπέκυψε στο μοιραίο , ενώ θα ακολουθήσουν «νομοτελειακά» πολλά άλλα κράτη - εάν παραμείνει μη αλληλέγγυα η Ευρώπη και δεν επιλεχθεί ο πληθωρισμός, με τη βοήθεια μίας πραγματικά κεντρικής τράπεζας, με πλήρεις «εξουσίες». Μίας τράπεζας δηλαδή, η οποία θα μπορούσε να «πολεμήσει» με επιτυχία τους κερδοσκόπους , ανταγωνιζόμενη με ίσους όρους τις Η.Π.Α.

Περαιτέρω, στην προσπάθεια μας να «συλλάβουμε» το νόημα των αποφάσεων της κυβέρνησης μας (προσφυγή στο ΔΝΤ), πιστέψαμε καλοπροαίρετα ότι, καμία ηγεσία δεν είναι άτολμη, δεν εκχωρεί εθνική κυριαρχία, δεν προδίδει τη χώρα της σε ξένους εισβολείς και δεν είναι ανίκανη ή ανεπαρκής - ενώ έχει συνείδηση τόσο των επιλογών, όσο και των ευθυνών της, καθώς επίσης σαφή γνώση της πραγματικότητας.

Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι, η κυβέρνηση μας παρέδωσε τα «κλειδιά» της Ελλάδας στο ΔΝΤ και επέλεξε τελικά το πλέον θανατηφόρο φάρμακο, την απολύτως σίγουρη συνταγή χρεοκοπίας καλύτερα για τη χώρα μας (Depression), ελπίζοντας να καταλάβει, τουλάχιστον η Ευρωζώνη πως, η ασφαλής πλέον καταστροφή της Ελλάδας, είναι πολύ πιθανόν να σημάνει τη σίγουρη μετάδοση της «ασθένειας» σε ολόκληρη την ΕΕ – κατ’ επέκταση, στον υπόλοιπο πλανήτη. Ευχόμενη λοιπόν η κυβέρνηση μας να συμβεί το παραπάνω, πιθανολογούμε ότι ανέλαβε, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, την «ανίερη» πρωτοβουλία, έχοντας την πεποίθηση ότι, δεν θα γίνει τελικά αποδεκτή από την ΕΕ η υπογραφή της ΔΝΤ-συμφωνίας εκ μέρους της Ελλάδας - με βάση την οποία «συνταγογραφείται» στους Έλληνες Πολίτες το «κώνειο».

Κατά την άποψη μας βέβαια, ο «δρόμος της υποτέλειας» που επέλεξε η ηγεσία μας, δεν είναι ο επιθυμητός, ενώ η προσπάθεια της να επιλύσει το πρόβλημα του δανεισμού που η ίδια δημιούργησε, πείθοντας εσφαλμένα το σύνολο σχεδόν των Ελλήνων Πολιτών ότι επίκειται η χρεοκοπία της χώρας τους, δεν είναι «υπεύθυνος». Η «θέση» μας αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, υπάρχουν πολλοί, υγιείς τρόποι εξόδου μας από την κρίση, ευρωπαϊκοί και αμιγώς ελληνικοί - οπότε θεωρούμε ηθική υποχρέωση μας το να «αντιταχθούμε» στους συμβιβασμούς της, αναλύοντας όσο καλύτερα μπορούμε τα «μέτρα» που έλαβε.

Πως «ορίζεται» λοιπόν η «θανατηφόρα συνταγή», η οποία συμπεριλαμβάνει όλα μαζί τα γνωστά μας οικονομικά δηλητήρια σε μία και μοναδική δόση; Tον αποπληθωρισμό δηλαδή, λόγω της υπερβολικής μείωσης των εισοδημάτων, τον ταυτόχρονο πληθωρισμό, μέσω των απίστευτων εμμέσων φόρων , καθώς επίσης την «δήμευση» των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων, με τη βοήθεια των φόρων της ακίνητης περιουσίας, των τεκμηρίων κλπ;

Ξεκινώντας από τον αποπληθωρισμό (deflation), ο οποίος θεωρείται η μεγαλύτερη δυνατή ασθένεια μίας Οικονομίας, αφού ουσιαστικά σημαίνει το γενικότερο, τεράστιο και συνεχή περιορισμό των τιμών, τα εξής:

ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΑΠΟΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ

Κατ’ αρχήν, ο αποπληθωρισμός έχει τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά, σε σχέση με τον πληθωρισμό. Δηλαδή, αυτοί που «αδικούνται» είναι οι οφειλέτες, αφού τα αντικείμενα (οικόπεδα, κτίρια, αυτοκίνητα) που αγοράζουν με πίστωση χάνουν σε αξία, ενώ αυτοί είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν το αρχικά συμφωνηθέν ποσόν. Αντίθετα, ωφελημένοι είναι οι δανειστές (τράπεζες κλπ), αφού αυξάνεται η αξία του Κεφαλαίου τους - με αποτέλεσμα να έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν πολύ περισσότερα πράγματα, εισπράττοντας τα ποσά που έχουν δανείσει. Η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, υποθέτοντας ότι συνεχίζουν να λαμβάνουν σταθερές αμοιβές, αυξάνεται - γεγονός που αρχικά λειτουργεί θετικά για όλους.

Στην κλασική αποπληθωριστική περίοδο (Μεγάλη Ύφεση του 1930), η μαζική πτώση των τιμών τόσο των εμπορευμάτων, όσο και των υπηρεσιών, οδηγούσε σε διαρκώς χαμηλότερα επίπεδα - γεγονός που αποδείχθηκε ότι αποτελούσε μία «αυτοενισχυόμενη τάση». Δηλαδή, οι χαμηλότερες τιμές λειτουργούσαν κατά παράδοξο τρόπο αρνητικά στην κατανάλωση - αφού οι άνθρωποι, εν αναμονή ακόμη φθηνότερων τιμών, δεν αγόραζαν προϊόντα.

Η περιορισμένη ζήτηση εκ μέρους των καταναλωτών, είχε σαν αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση των τιμών, λόγω της πτώσης του τζίρου της βιομηχανίας και του εμπορίου αφού, για να καλυφθεί η «πλεονάζουσα» παραγωγική δυναμικότητα τους, υποχρεωνόταν σε συνεχείς μειώσεις των τιμών πώλησης. Έτσι, η Οικονομία εισερχόταν σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο μειώσεων, με ελάχιστες προοπτικές αντιστροφής της τάσης.

Η καταπολέμηση του αποπληθωρισμού είναι εφικτή με τη βοήθεια της αύξησης της ποσότητας χρήματος που διατίθεται στις αγορές από τις κεντρικές τράπεζες, καθώς επίσης με τη βοήθεια των χαμηλών επιτοκίων. Τα δύο αυτά «εργαλεία», μειώνουν την αξία των χρημάτων και αναγκάζουν κατά κάποιον τρόπο τους καταναλωτές σε αγορές, αφού λειτουργούν αρνητικά στην τάση τους για αποταμίευση.

Η μέθοδος αυτή όμως δεν επέφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα στην Ιαπωνία, όπου για πρώτη φορά μετά το 1930 εμφανίσθηκε ο αποπληθωρισμός – εν μέρει, σαν επακόλουθο της διάσωσης των ιαπωνικών τραπεζών (1990) από τη χρεοκοπία. Στην περίπτωση τώρα της Ελλάδας, η οποία δεν διαθέτει δική της κεντρική τράπεζα, έτσι ώστε να μπορέσει να επιλύσει «μονεταριστικά» το πρόβλημα, ενώ θα βρεθεί ενδεχομένως αντιμέτωπη με υψηλότερα επιτόκια (λόγω του «φορολογικού πληθωρισμού»), έχουμε την άποψη ότι οι λύσεις δεν θα είναι καθόλου εύκολες.

ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ

Όταν μία Οικονομία ευρίσκεται σε ύφεση, οι άνθρωποι συμπεριφέρονται πολύ «συντηρητικά», περιμένοντας επιδείνωση των εισοδημάτων τους, ενώ φοβούνται μία ενδεχόμενη απώλεια της θέσης εργασίας τους. Επομένως, μειώνουν τα έξοδα τους - γεγονός που οδηγεί σε αυξημένες αποταμιεύσεις, καθώς επίσης σε μία «καταναλωτική απεργία», όπως συνηθίζεται να αποκαλείται η συγκεκριμένη στάση τους. Οι επιχειρήσεις ενεργούν ανάλογα, περιορίζοντας τις επενδύσεις τους στις άκρως απαραίτητες, οπότε σημειώνεται παράλληλα μία «επενδυτική απεργία».

Η μείωση της ζήτησης που παρατηρείται, ως επακόλουθο των δύο προηγουμένων τάσεων, έχει σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό του τζίρου και των κερδών, ο οποίος οδηγεί τις επιχειρήσεις αρχικά στον εξορθολογισμό της παραγωγικής διαδικασίας, με τη βοήθεια μαζικών απολύσεων. Στο τέλος αυτού του «κύκλου», πολλές εταιρείες καταλήγουν στη χρεοκοπία – εν μέρει σαν αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να ανταπεξέλθουν με μία συνεχώς μειωμένη ζήτηση των προϊόντων τους, στην οποία και οι ίδιοι συμβάλλουν (ας σημειωθεί εδώ ότι, τα κράτη λειτουργούν ανάλογα με τις επιχειρήσεις - στη θέση του τζίρου, τοποθετείται το ΑΕΠ).

Κατά κανόνα, η αιτία της μείωσης της κατανάλωσης, είναι ο περιορισμός των αναγκών του ανθρώπου – είτε αυτός προέρχεται από την αυτοπειθαρχία, είτε από έλλειψη χρημάτων. Η «αποταμιευτική συνείδηση» μπορεί να αποτελεί μία ακόμη αιτία, η οποία ουσιαστικά οφείλεται στην επιδείνωση των μελλοντικών συνθηκών, τις οποίες προβλέπουν οι άνθρωποι – ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε ειδικά στην Ιαπωνία (γεγονός που, μέσω της «ανάδρασης», η οποία πρεσβεύει ότι οι σημερινές ενέργειες μας διαμορφώνουν τις μελλοντικές συνθήκες, οδηγεί σε μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία).

ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΑΠΟΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ

Η «κατηγοριοποίηση» πηγάζει κυρίως από τις διάφορες αιτίες, οι οποίες κάθε φορά προκαλούν το συγκεκριμένο φαινόμενο. Έτσι λοιπόν, έχουμε τα εξής είδη:

(α) Αποπληθωρισμός περιουσιακών στοιχείων: Ακολουθεί ως επί το πλείστον το «σπάσιμο» μίας κερδοσκοπικής «φούσκας», όπως για παράδειγμα αυτής των ακινήτων, τα οποία είχαν χρηματοδοτηθεί με υπερβολικές πιστώσεις. Η πτώση των τιμών των ακινήτων, οδηγεί στην υπερχρέωση των νοικοκυριών, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την αδυναμία τους να αποπληρώσουν τα δάνεια τους – γεγονός που «συμπαρασύρει» τις τράπεζες στο πρόβλημα.

Επειδή τώρα οι τράπεζες δίνουν λιγότερα δάνεια, από αυτά που εξοφλούνται ή δεν «εξυπηρετούνται» , μειώνεται η ποσότητα χρήματος στην αγορά. Οι καταναλωτές με τη σειρά τους, αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν τις δαπάνες τους με δάνεια, οπότε μειώνεται γενικότερα η ζήτηση.

Έτσι, ο αρχικός αποπληθωρισμός των περιουσιακών στοιχείων, «μεταλλάσσεται» σε έναν γενικότερο, ο οποίος αποκαλείται «αποπληθωρισμός υπερχρέωσης». Τα επόμενα «βήματα» του, είναι η μαζική πώληση των περιουσιακών στοιχείων, η οποία έχει σαν αποτέλεσμα την καταβαράθρωση των τιμών τους, σε επίπεδα μακράν του σημείου ισορροπίας της αγοράς – σε πολύ χαμηλότερα δηλαδή, από αυτά που στην πραγματικότητα είναι «αντικειμενικά».

(β) Αποπληθωρισμός των μισθών: Οι μισθοί και οι τιμές είναι «μεγέθη» απόλυτα εξαρτημένα μεταξύ τους, οπότε αναφερόμαστε σε έναν «σπειροειδή κύκλο μισθών-τιμών». Η μείωση λοιπόν των τιμών, οδηγεί σε μείωση των μισθών ενώ, κατά τον ίδιο τρόπο, η μείωση των μισθών έχει σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό των τιμών. Στην περίπτωση τώρα που οι «προοπτικές» του αποπληθωρισμού διαγράφονται μακροπρόθεσμες, οι εκάστοτε κεντρικές τράπεζες αδυνατούν να καταπολεμήσουν το πρόβλημα, με τη βοήθεια της αύξησης της ποσότητας χρήματος ή της μείωσης των επιτοκίων – με αρκετά δυσμενή επακόλουθα για την Οικονομία .

Το πιστωτικό ρίσκο των δανειστών, απέναντι στους δυνητικούς οφειλέτες τους, σε συνθήκες αποπληθωρισμού, οι οποίες προδιαγράφουν εύλογα αρνητική ανάπτυξη, εμφανίζεται υψηλότερο, από το όφελος των επιτοκίων (το κέρδος των τραπεζών). Για παράδειγμα, όταν τα επιτόκια χορηγήσεων είναι 8% και το ρίσκο να μην επιστραφούν τα δάνεια είναι μεγαλύτερο (12%) - δείκτης που ουσιαστικά πηγάζει από το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων - οι τράπεζες προτιμούν να μην δανείζουν. Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το ότι, η αυξημένη ρευστότητα που τους προσφέρεται από τις κεντρικές τράπεζες, να μην κατευθύνεται στην πραγματική οικονομία – στους καταναλωτές δηλαδή και στις επιχειρήσεις, οι οποίοι θα αύξαναν τη ζήτηση.

Η γενικότερη λοιπόν έλλειψη εμπιστοσύνης εξουδετερώνει τα όπλα των κεντρικών τραπεζών, με επακόλουθο την περαιτέρω επιδείνωση των αποπληθωριστικών πιέσεων – μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή, κατά την οποία «επανέρχεται» η «πίστη» στην αγορά.

(γ) Αποπληθωρισμός του Δημοσίου: Αποτελεί μία επόμενη πηγή του φαινομένου, η οποία «υπεισέρχεται» όταν ή κυβέρνηση ενός κράτους μειώνει δραστικά τις δαπάνες που αφορούν δημόσια έργα, έτσι ώστε να καταπολεμήσει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της ή να επιτύχει πλεονάσματα. Όταν συμβαίνει, τότε μειώνεται η ζήτηση εκ μέρους του δημοσίου οπότε, με σταθερή την προσφορά, δημιουργείται ένα «κενό ζήτησης», τα οποίο οδηγεί σε υφέσεις, απολύσεις, χρεοκοπίες κλπ.

(δ) Εξαγωγικός αποπληθωρισμός: Εμφανίζεται όταν μειώνεται η ζήτηση από το εξωτερικό, συνήθως σαν αποτέλεσμα μίας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για τις χώρες με μεγάλο εξαγωγικό τομέα, όπως για παράδειγμα σήμερα για την Κίνα, την Ιαπωνία και τη Γερμανία.

Μπορεί να προέλθει επίσης από την ανατίμηση του νομίσματος ενός κράτους, η οποία κάνει τις εξαγωγές του ακριβότερες, για εκείνες τις χώρες που η αξία των νομισμάτων τους «εξασθενεί» συγκριτικά. Για παράδειγμα, η ανατίμηση του Ευρώ σε σχέση με το δολάριο, αυξάνει τις τιμές των ευρωπαϊκών αυτοκινήτων που εξάγονται στις Η.Π.Α., με αποτέλεσμα τη μείωση της ζήτησης τους. Εντός της Ευρωζώνης, όπου το νόμισμα παραμένει σταθερό για όλες τις χώρες της, παρά τις τεράστιες μεταξύ τους διαφορές στην παραγωγικότητα, έχει προκληθεί μία εξαιρετικά επικίνδυνη διαστρέβλωση της αγοράς, προς όφελος κυρίως των βορείων, πλεονασματικών χωρών.

Για παράδειγμα, παρά το ότι το «γερμανικό Ευρώ» είναι ουσιαστικά τουλάχιστον κατά 25% ανατιμημένο, συγκριτικά με το ελληνικό, η συναλλαγματική ισοτιμία παραμένει σταθερή - με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ζήτηση της Ελλάδας από τη Γερμανία, με την ταυτόχρονη μείωση των εξαγωγών της, επειδή οι τιμές των παραγομένων προϊόντων της γίνονται συνεχώς ακριβότερες, σε σύγκριση με αυτές των γερμανικών.

Ουσιαστικά δηλαδή, πρόκειται για ένα «αποπληθωριστικό» πλεόνασμα προσφοράς στην Ελλάδα, αφού τα προϊόντα της δεν μπορούν να εξαχθούν, λόγω του «προστατευτισμού» των βορείων ευρωπαϊκών χωρών. Ο προστατευτισμός» αυτός επιτυγχάνεται έμμεσα – δηλαδή, όχι με τη βοήθεια των δασμών, όπως στο παρελθόν, αλλά με την εσωτερική «υποτίμηση» του νομίσματος τους, με διάφορες μεθόδους .

(ε) Μονεταριστικός αποπληθωρισμός: Σύμφωνα με τις απόψεις των μονεταριστών, τόσο ο πληθωρισμός, όσο και ο αποπληθωρισμός αποτελούν πάντοτε και παντού ένα μονεταριστικό φαινόμενο (M. Friedman). Η ιδέα αυτή τεκμηριώνεται από την πεποίθηση ότι, μία ενεργητική πολιτική χρήματος (μείωση της ποσότητας, άνοδος των επιτοκίων), με στόχο την «εξίσωση» των διαφορών, οδηγεί υποχρεωτικά στην αύξηση των τιμών.

(στ) Αποπληθωρισμός λόγω αύξησης της παραγωγικότητας: Είναι η μοναδική κάπως «θετική» πλευρά του φαινομένου, αφού ο αποπληθωρισμός εδώ δεν προέρχεται από τον περιορισμό της ποσότητας χρήματος, αλλά από την «επέκταση» της προσφοράς προϊόντων, λόγω αυξημένης παραγωγικότητας. Το συγκεκριμένο «φαινόμενο» λειτουργεί ευεργετικά στο βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων, αφού με σταθερή αμοιβή εργασίας αυξάνεται η αγοραστική τους ικανότητα.

Το γεγονός αυτό παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης (1873-96), όπου η προσφορά προϊόντων αυξήθηκε, λόγω της επίδρασης των νέων τεχνολογιών και της σιδηροδρομικής επέκτασης (η οποία «αριστοποίησε» τη μεταφορά των εμπορευμάτων), παρά την ταυτόχρονη είσοδο ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών (Ολλανδία, Βέλγιο, Γερμανία, Σκανδιναβία – η Γαλλία αργότερα) στον κανόνα του χρυσού, η οποία μείωσε την «κυκλοφορούσα» ποσότητα χρήματος.

Την εποχή αυτή διαπιστώθηκε μία ετήσια μείωση των τιμών (-2% κατά μέσον όρο), ταυτόχρονα με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης των Οικονομιών της τάξης του 3%. Το ίδιο γεγονός επαναλήφθηκε κατά τη διάρκεια της «χρυσής» εποχής του 1920 - όπου αυξήθηκε η προσφορά προϊόντων, κυρίως λόγω της αγοράς αυτοκινήτων, ψυγείων και ραδιοφώνων από τα αμερικανικά νοικοκυριά. Η μείωση των τιμών τότε ήταν της τάξης του -2% ετήσια.

Πρόσφατα, θεωρήθηκε εσφαλμένα ότι επαναλαμβανόταν το ίδιο φαινόμενο, όταν παρατηρήθηκε μία συνεχή μείωση των τιμών πώλησης των ηλεκτρονικών προϊόντων (ΙΤ), λόγω της συνεχούς τεχνολογικής ανάπτυξης. Όμως, αφορούσε μόνο ένα συγκεκριμένο κλάδο ο οποίος, όχι μόνο δεν λειτούργησε ευεργετικά αλλά, αντίθετα, δημιούργησε τις προϋποθέσεις, με βάση τις οποίες «εξάχθηκαν» χιλιάδες θέσεις εργασίας από τις αναπτυγμένες προς τις αναπτυσσόμενες χώρες – ένα θεμελιώδες αίτιο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που βιώνουμε σήμερα, ιδιαίτερα μετά την εσφαλμένη διαχείριση της από τον προηγούμενο πρόεδρο της Fed (διατήρηση χαμηλών επιτοκίων κλπ).

ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

Μέχρι την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης (όπου κατά την άποψη μας «ενταφιάστηκε» η πραγματική Οικονομία της ελεύθερης αγοράς, δίνοντας τη θέση της λίγο αργότερα στο «μονοπωλιακό καπιταλισμό»), οι περισσότεροι οικονομολόγοι πίστευαν στις δυνατότητες «αυτορύθμισης» του συστήματος. Θεωρούσαν δηλαδή ότι, ο περιορισμός του επιπέδου των τιμών θα ήταν παροδικός, οπότε θα ακολουθούσε η αύξηση της ζήτησης, χωρίς τη βοήθεια των δημοσίων επενδύσεων. Η παγκόσμια κρίση όμως διέψευσε τη συγκεκριμένη θεωρεία, ενώ ο αποπληθωρισμός τελικά καταπολεμήθηκε με τη βοήθεια της αύξησης των δημοσίων δαπανών (Keynes), σε συνδυασμό με την κρατικοποίηση των χρεοκοπημένων τραπεζών. Από τις τότε εμπειρίες, «πηγάζουν» τα παρακάτω μέτρα θεραπείας της ασθένειας του αποπληθωρισμού:

(α) Πολιτική του χρήματος: Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται όλα τα οικονομικά-πολιτικά μέτρα των κεντρικών τραπεζών. Οι κεντρικές τράπεζες είναι υπεύθυνες πλέον τόσο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, όσο και για την αντίστοιχη του αποπληθωρισμού, εγγυώμενες τη σταθερότητα των τιμών σε επίπεδα της τάξης του +2%. Η βασική μέθοδος της καταπολέμησης του αποπληθωρισμού είναι η «διαχείριση» των επιτοκίων, η οποία όμως συχνά τις οδηγεί σε μία «παγίδα ρευστότητας» - όταν τα επιτόκια μηδενίζονται, χωρίς να έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Αυτό που τους απομένει τότε είναι η «ποσοτική διευκόλυνση», με την οποία η κεντρική τράπεζα μίας χώρας αγοράζει τα επενδυτικά προϊόντα που ευρίσκονται στην αγορά (για παράδειγμα τις πιστωτικές απαιτήσεις των εμπορικών τραπεζών), αυξάνοντας την ποσότητα των χρημάτων, παρά τα μηδενικά επιτόκια .

(β) Οικονομική πολιτική: Μία «προ-κυκλική» φορολογική πολιτική (αύξηση των φόρων), καθώς επίσης μία πολιτική εξοικονόμησης πόρων (μείωση των δημοσίων δαπανών), οδηγεί με απόλυτη ασφάλεια στην παγίδα του αποπληθωρισμού - από την οποία μία Οικονομία μπορεί να εξέλθει μόνο με μία πολιτική αύξησης της ζήτησης (αναπτυξιακή).

Η λύση αυτή εφαρμόσθηκε μετά τη Μεγάλη Ύφεση (1936), σύμφωνα με τις «επιταγές» της θεωρίας του Keynes. Σε γενικές γραμμές, επικεντρώνεται στην αύξηση της ζήτησης μέσω προγραμμάτων απασχόλησης και δημοσίων έργων υποδομής, καθώς επίσης με τη βοήθεια της χρηματοδότησης μέσω πιστώσεων (Deficit Spending), σε συνδυασμό με τη μείωση των φόρων.

Ο ΑΠΟΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

(α) Διεθνείς οικονομικές αναταραχές στα τέλη του 19ου αιώνα: Μετά από μία διαρκή οικονομική ανάπτυξη, η οποία ξεκίνησε το 1850, εμφανίσθηκε απότομα μία πτώση (1873), η οποία είχε σαν αποτέλεσμα μεγάλες απώλειες σε πολλές χρηματοπιστωτικές αγορές. Με το ξεκίνημα της δεκαετίας του 1880 εμφανίσθηκε μία τάση ανάπτυξης, η οποία όμως κατέληξε σε μία δεύτερη κρίση, η οποία διήρκεσε μέχρι ο 1886.

Ο κύκλος συνεχίσθηκε μέχρι την κατάρρευση της Barings Bank το 1890. Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι, η οικονομική αυτή κρίση διήρκεσε από το 1873 έως το 1896, ονομάζοντας τη «Μακροπρόθεσμη Ύφεση» (Depression) - σε αντίθεση με τη «Μεγάλη Ύφεση» του 1930. Ουσιαστικά, επρόκειτο για μία τιμολογιακή και παραγωγική κρίση - με την οικονομική ανάπτυξη να είναι ελαφρά ανοδική και τις τιμές να καταρρέουν κατά 33% (μέσος όρος).

(β) Παγκόσμια Ύφεση (Great Depression): Πρόκειται για τη γνωστή μας ύφεση του 1929, η οποία θεωρείται η μεγαλύτερη στην Ιστορία (ενδεχομένως μέχρι τη σημερινή). Η περίοδος αυτή έχει αναλυθεί από χιλιάδες κείμενα, γεγονός που καθιστά περιττή μία ακόμη αναφορά δική μας.

(γ) Η ύφεση της Ιαπωνίας το 1990: Ονομάζεται επίσης σαν η «χαμένη δεκαετία», κατά την οποία η Ιαπωνία υπέφερε από μία μεγάλη πτώση των τιμών, σε συνδυασμό με μηδενική ανάπτυξη και αύξηση της ανεργίας. Αιτία της κρίσης θεωρούνται γενικά οι χρηματαγορές, όπου ο δείκτης του χρηματιστηρίου (Nikkei 225) αυξήθηκε μεταξύ των ετών 1985 και 1989, από τις 13.000 μονάδες, στις 38.000 – η τιμή δηλαδή μίας μετοχής τριπλασιάστηκε μέσα σε τέσσερα έτη.

Ανάλογα με τις χρηματιστηριακές τιμές συμπεριφέρθηκαν και οι υπόλοιπες αξίες – για παράδειγμα, τα ακίνητα και τα οικόπεδα (φούσκα). Στη συνέχεια, ο δείκτης κατέρρευσε (1990-1992) στις 16.000 μονάδες, συνοδευόμενος από μία αντίστοιχη πτώση των υπολοίπων αξιών, ενώ οι Ιάπωνες οδηγήθηκαν σε μία αύξηση των αποταμιεύσεων τους. Το γεγονός αυτό με τη σειρά του, είχε σαν αποτέλεσμα την μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων - αιτίες που οδήγησαν την Οικονομία της χώρας σε μία διαρκή ύφεση, η οποία ακόμη δεν έχει ξεπερασθεί.

Η κυβέρνηση της χώρας αντέδρασε με μεγάλη καθυστέρηση, χρησιμοποιώντας μία εκτεταμένη «μονεταριστική» και δημοσιονομική πολιτική. Εν τούτοις, δεν κατάφερε να αντιστρέψει την τάση, με αποτέλεσμα να χάσουν τη δυναμικότητα τους τα μέτρα στήριξης της οικονομίας. Τα βασικά επιτόκια είναι μηδενικά από πολλά χρόνια τώρα, ενώ η Ιαπωνία είναι η περισσότερο υπερχρεωμένη βιομηχανική χώρα στον κόσμο, όσον αφορά το δημόσιο χρέος της (πλησιάζει το 200% του ΑΕΠ της, το οποίο όμως χρηματοδοτείται κατά περίπου 95% εσωτερικά – με «εθνικά ομόλογα» δηλαδή).

Η ύφεση φάνηκε ότι ξεπεράσθηκε εν μέρει το 2003-04, με τη βοήθεια μίας συνεπούς πολιτικής αναδιάρθρωσης του κράτους, σε συνδυασμό με την εξαγορά των επισφαλειών των τραπεζών, από την κεντρική τράπεζα της χώρας. Όμως, στα πλαίσια της υφιστάμενης παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, το πρόβλημα επανήλθε, με τον αποπληθωρισμό να φτάνει τον Αύγουστο του 2009 το -2,4% (υψηλότερα από τη χαμένη δεκαετία).

(δ) Η κρίσης υπερχρέωσης της Αργεντινής το 2001: Η νοτιοαμερικανική αυτή χώρα, επιθυμώντας να καταπολεμήσει τον υπερπληθωρισμό που «μάστιζε» την οικονομία της, συνέδεσε το νόμισμα της με το δολάριο. Παρά το ότι κατάφερε να περιορίσει τον πληθωρισμό, δεν μπόρεσε να ελέγξει το δημόσιο χρέος της, ενώ έχασε την εμπιστοσύνη των «αγορών», μετά το ξέσπασμα της ασιατικής κρίσης. Είναι μία χώρα που υπέφερε τα πάνδεινα από το ΔΝΤ, χωρίς να καταφέρει τελικά να αποφύγει τη χρεοκοπία .

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ

Πολλοί ισχυρίζονται (μεταξύ των οποίων η εκλεγμένη πολιτική ηγεσία της χώρας, η οποία όμως δεν αποφασίζει ουσιαστικά για το μέλλον της Ελλάδας, αφού η διοίκηση της έχει περιέλθει στο ΔΝΤ) ότι, το κράτος κατέφυγε σε έναν ευρωπαϊκό «μηχανισμό» στήριξής, αφού η Ευρωζώνη συμμετέχει με το 66% των χρημάτων που θα διατεθούν, ενώ ο ΔΝΤ με τα υπόλοιπα – ότι είναι «μειοψηφικό» δηλαδή.

Εν τούτοις, κρίνοντας όπως οφείλουμε εκ του αποτελέσματος, διαπιστώνουμε ότι τα οικονομικά «μέτρα» που επιβλήθηκαν, είναι αυτά που προκρίνονται από τους υπέρμαχους της πολιτικής της προσφοράς – όχι αυτά δηλαδή που στηρίζονται στην αναθέρμανση της ζήτησης για την καταπολέμηση του αποπληθωρισμού, αλλά τα αντίθετα τους, τα οποία βασίζονται στον περιορισμό της προσφοράς. Ο κύριος όμως εκπρόσωπος της συγκεκριμένης πολιτικής είναι το ΔΝΤ, με τον πρόεδρο του (S.Kahn) να θεωρεί τον αποπληθωρισμό σαν τη μοναδική εναλλακτική δυνατότητα του περιορισμού του δημοσίου χρέους της Ελλάδας. Επομένως, η Ελλάδα έχει εκ του αποτελέσματος καταφύγει στο ΔΝΤ, αφού ακολουθείται αποκλειστικά το δικό του πρόγραμμα.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τον κ. D. Lachman, ο οποίος ήταν μέλος του ΔΝΤ, εάν η Ελλάδα εφαρμόσει επακριβώς τα μέτρα του «Ταμείου», θα οδηγηθεί σε μία τεράστια παγίδα, η οποία συνδυάζει τον αποπληθωρισμό με τη μεγάλη ύφεση (Deflation & Depression) – ενώ δεν πρόκειται ποτέ να εξέλθει από αυτήν. Κατά τη δική μας άποψη τώρα η κατάσταση, στην οποία οδηγούμαστε (εμπεριέχει πολλά μαζί είδη αποπληθωρισμού, κρίνοντας από την προηγούμενη περιγραφή τους), είναι κάτι παραπάνω από τρομακτική, έχοντας ως εξής:

) Μείωση των τιμών για την Ελληνική Βιομηχανία: Στα πλαίσια του περιορισμού της ζήτησης, η Ελληνική βιομηχανία θα υποχρεωθεί να μειώσει τις τιμές πώλησης της, στην προσπάθεια της να εξισορροπήσει την απώλεια τζίρου και μεριδίων αγοράς. Ταυτόχρονα, θα βρεθεί αντιμέτωπη με αυξημένο λειτουργικό κόστος αφού, αφενός μεν προβλέπεται μία «πληθωριστική» αύξηση των επιτοκίων δανεισμού της, καθώς επίσης των δαπανών (ΔΕΗ, φόροι κλπ), αφετέρου σταθερό κόστος προσωπικού (οι μειώσεις των αμοιβών αποφασίσθηκαν μόνο για το δημόσιο τομέα), περιορισμός των εξαγωγών (η ανταγωνιστικότητα της θα μειώνεται διαρκώς) και «υπερβάλλουσα» παραγωγική δυναμικότητα – τουλάχιστον μέχρι να ολοκληρωθούν οι απολύσεις προσωπικού, οι οποίες στην αρχή, ένεκα των αποζημιώσεων, θα αυξήσουν τουλάχιστον τις ανάγκες ταμειακής ρευστότητας της.

Επί πλέον, θα καταστεί αδύνατον για τις Ελληνικές επιχειρήσεις να ανταγωνισθούν τις ξένες, οι οποίες θα δανείζονται με τα επιτόκια των χωρών τους, θα ενισχύονται (dumping) από τις «αναθερμενόμενες» τοπικές αγορές τους κλπ. Το αποτέλεσμα θα είναι προφανώς η μαζική χρεοκοπία πολλών Ελληνικών επιχειρήσεων – στην καλύτερη περίπτωση, η εξαγορά τους από πολυεθνικές, σε εξευτελιστικές τιμές.

(β) Αύξηση των τιμών για τους καταναλωτές: Όπως πρόσφατα διαπιστώθηκε, ο πληθωρισμός τον Απρίλιο αναρριχήθηκε στο 4,8%, σαν αποτέλεσμα κυρίως της αύξησης των εμμέσων φόρων από το πρώτο «ΔΝΤ-πακέτο». Το δεύτερο πακέτο υπολογίζεται να συμβάλει σε επί πλέον αυξήσεις της τάξης του 3-5%, οπότε ο πληθωρισμός θα πλησιάσει το 10%. Επομένως, οι όποιες μειώσεις των τιμών εκ μέρους την Ελληνικής βιομηχανίας, θα αμβλύνουν ελάχιστα τα αποτελέσματα του «φορολογικού» πληθωρισμού – πόσο μάλλον αφού τα περισσότερα προϊόντα εισάγονται από το εξωτερικό.

Εκτός αυτού, θα διευρυνθεί το υφιστάμενο «χάσμα» με τη Βόρεια Ευρώπη, για την οποία δεν προβλέπεται σημαντικός πληθωρισμός - ανατιμώντας ουσιαστικά το «Ελληνικό Ευρώ» ακόμη περισσότερο (από το σημερινό 25%, σε σχέση με τη Γερμανία, στο 35%). Το γεγονός αυτό θα εκμηδενίσει πλέον τις εξαγωγές μας, αναγκάζοντας μας σε πλήρη εξάρτηση από τις εισαγωγές.

(γ) Μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών: Οι εργαζόμενοι, ευρισκόμενοι αντιμέτωποι με πρωτοφανείς ονομαστικές μειώσεις των αμοιβών τους της τάξης του 20-30% (προηγούνται μεν οι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά σύντομα θα ακολουθήσει ο ιδιωτικός τομέας), καθώς επίσης με αυξήσεις άνω του 10% των τιμών των πάσης φύσεως εμπορευμάτων και υπηρεσιών (βενζίνη, τρόφιμα, ΔΕΗ κλπ), θα οδηγηθούν «εν ριπή οφθαλμού» σε μία απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης, η οποία θα ξεπεράσει ακόμη και το 40% - μία πραγματικά παγκόσμια πρωτοτυπία. Το γεγονός αυτό και μόνο θα καταστρέψει μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ολόκληρη τη μεσαία Ελληνική αστική τάξη - η οποία θα «συντροφεύσει» τη χαμηλότερη, στην πλήρη εξαθλίωση.

(δ) Μεγιστοποίηση της ανεργίας: Επειδή η ζήτηση θα μειωθεί δραματικά, ενώ τα μέτρα είναι αδύνατον να αποδώσουν τα προσδοκώμενα έσοδα (η μεγάλη φορολόγηση, ιδίως ο υπερβολικός ΦΠΑ, οδηγούν αξιωματικά στα αντίθετα αποτελέσματα), οπότε θα επιβληθούν νέα, κατά πολύ δυσμενέστερα, από τους «ΔΝΤ-εισβολείς», προβλέπεται η απόλυση τουλάχιστον 100.000 εργαζομένων από το δημόσιο τομέα, ταυτόχρονα με τη «γεωμετρική» αύξηση των απολύσεων από τον ιδιωτικό – για λόγους που έχουμε ήδη περιγράψει στο κείμενο μας.

Εάν σε όλα αυτά συμπεριλάβουμε τη χαμηλή παραγωγική ικανότητα των Ελλήνων εργαζομένων , η «υποθάλπουσα» ανεργία θα αναδυθεί απότομα στην επιφάνεια – εκτοξεύοντας τους ανέργους σε αστρονομικά επίπεδα (κατά πολύ υψηλότερα του 25%).

(ε) Ολοκληρωτική αποβιομηχανοποίηση της χώρας: Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, εισερχόμενη η χώρα στον καθοδικό σπειροειδή κύκλο της ύφεσης, ο οποίος είναι προφανώς αυτοενισχυόμενος (το ένα δηλαδή φέρνει το άλλο και ξανά από την αρχή), θα απολέσει σχεδόν το σύνολο του ιδιωτικού και δημόσιου πλούτου της. Ήδη οι τιμές των μετοχών των εισηγμένων Ελληνικών εταιρειών έχουν καταποντισθεί, με αποτέλεσμα να μπορεί κανείς να αγοράσει όλες σχεδόν τις Ελληνικές τράπεζες, με λιγότερα από 20 δις €.

(στ) Κατάρρευση της αγοράς ακινήτων: Παρά το ότι η χώρα μας δεν επρόκειτο να βρεθεί αντιμέτωπη με υπερβολικά μεγάλη κρίση στο συγκεκριμένο κλάδο , όπως η Ισπανία, είναι πλέον κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι θα συμβεί. Η αιτία είναι προφανώς όλα όσα έχουμε αναφέρει, τα οποία θα οδηγήσουν τους ιδιοκτήτες ακινήτων σε μαζικές πωλήσεις, όπως συνήθως συμβαίνει – οπότε οι τιμές θα μειωθούν σε επίπεδα αδιανόητα για το σήμερα.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το μέλλον της Ελλάδας, μέσα από τα απίστευτα «μέτρα» που έχουν ληφθεί , είναι δυστυχώς προδιαγεγραμμένο - ενώ υπάρχουν αρκετά άλλα «δυσάρεστα», σε διαφορετικούς τομείς της δημόσιας ή ιδιωτικής πρωτοβουλίας (τουρισμός, γεωργία, ελεύθεροι επαγγελματίες κλπ), τα οποία δεν αναλύσαμε καθόλου.

Ολοκληρώνοντας, όπως φαίνεται από τον σημερινό τρόπο που επιλέχθηκε ερήμην των Πολιτών της χώρας, η Ελλάδα καταδικάζεται, χωρίς κανένα αντικειμενικό λόγο, στη πτώχευση – δια της μεθόδου της αυτοκτονίας . Πριν ακόμη οδηγηθεί στη χρεοκοπία (όπως έχουνε τονίσει χωρίς κανένα λόγο, αφού τόσο το δημόσιο χρέος, όσο και τα ελλείμματα της είναι ακόμη διαχειρίσιμα μεγέθη - από ικανές βέβαια κυβερνήσεις), φαίνεται ότι θα προηγηθεί η «απόσυρση» της από την παγκόσμια οικονομία, με άμεσο στόχο

(α) να αποφευχθούν οι συνέπειες «τύπου» Lehman Brothers - τις οποίες εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε, «συνεπικουρούμενοι» από την ανύπαρκτη ηγεσία της Ευρωζώνης, καθώς επίσης από τις οικονομικές συγκυρίες

(β) να μην εισπράξουν τα τεράστια ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) οι κερδοσκόποι – ποσά που αδυνατεί να εξοφλήσει το «σύστημα», καθώς επίσης

(γ) να πραγματοποιηθεί η μεταφορά περιουσιακών στοιχείων από τους ιδιώτες, στο δημόσιο - αφού ο ιδιωτικός τομέας της χώρας μας είναι παγκοσμίως ο περισσότερο υγιής.

Βασίλης Βιλιάρδος

Αθήνα, 09. Μαΐου 2010

viliardos@kbanalysis.com

Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

Δεν υπάρχουν σχόλια: