Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

ΟΤΑΝ ΣΕ ΠΑΙΡΝΕΙ Η ΚΑΤΩ ΒΟΛΤΑ...Τα πάνω-κάτω στην εμπορική ναυτιλία


Τα πάνω-κάτω στην εμπορική ναυτιλία

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ελληνική νομοθεσία που προέβλεπε ότι ο πλοίαρχος στα υπό ελληνική σημαία πλοία πρέπει να είναι Έλληνας, παραβιάζει την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία.

Ετσι, ο πλοίαρχος στα υπό ελληνική σημαία πλοία δεν θα πρέπει υποχρεωτικά να είναι Ελληνας αλλά και κοινοτικός.

Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, διατηρώντας στη νομοθεσία της την απαίτηση της ελληνικής ιθαγένειας για την πρόσβαση στις θέσεις πλοιάρχου και αξιωματικού (υποπλοιάρχου) σε όλα τα υπό ελληνική σημαία πλοία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 39 ΕΚ.

Το Σκεπικό Της Απόφασης

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε σήμερα την απόφαση:

C-460/08, Επιτροπής κατά Ελλάδας

«Παράβαση κράτους μέλους – Πλοίαρχοι και υποπλοίαρχοι – Απαίτηση της ιθαγένειας του κράτους μέλους της σημαίας του πλοίου»

Το προεδρικό διάταγμα 12/1992 (ΦΕΚ A΄ 5/1.2.1993) ορίζει τα εξής:

«Υπήκοοι κρατών μελών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που έχουν την ιδιότητα του ναυτικού σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους τους, έχουν την ίδια δυνατότητα προσβάσεως σε θέσεις εργασίας επί ελληνικών εμπορικών πλοίων με εκείνη που επιφυλάσσεται από τις σχετικές διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας για τους Έλληνες ναυτικούς, εξαιρουμένης της θέσεως του πλοιάρχου και του νόμιμου αναπληρωτή του.»


Η Επιτροπή ζήτησε από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, διατηρώντας στη νομοθεσία της την απαίτηση της ελληνικής ιθαγένειας για την πρόσβαση σε θέσεις πλοιάρχου και αξιωματικού (υποπλοιάρχου) σε όλα τα υπό ελληνική σημαία πλοία, παραβίασε την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων (άρθρο 39 ΕΚ).

Το Δικαστήριο ήδη έκρινε, με τις αποφάσεις του C-405/01, Colegio de Oficiales de la Marina Mercante Española, και C-47/02, Anker κ.λπ., ότι η προϋπόθεση της συγκεκριμένης ιθαγένειας για την πρόσβαση στις θέσεις πλοιάρχου και αξιωματικού (υποπλοιάρχου) στα πλοία που φέρουν τη σημαία του οικείου κράτους μέλους δεν συμβιβάζεται με τους κοινοτικούς κανόνες περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.

Κατά την Επιτροπή, η ελληνική νομοθεσία πρέπει να τροποποιηθεί ούτως ώστε η ελληνική ιθαγένεια να απαιτείται μόνο για τις θέσεις πλοιάρχου και υποπλοιάρχου οι οποίες συνεπάγονται όντως την εκ μέρους των ενδιαφερομένων άσκηση των ανατιθεμένων σ’ αυτούς προνομιών δημόσιας εξουσίας, εφόσον οι προνομίες αυτές ασκούνται κατά τρόπο συνήθη και δεν αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μέρος των δραστηριοτήτων τους.

Η Ελληνική Κυβέρνηση εξέφρασε την άποψη ότι το ζήτημα θα μπορούσε να διευθετηθεί με τροποποίηση της επίμαχης εθνικής νομοθεσίας, με την προσθήκη του εξής εδαφίου:

«Η πιο πάνω εξαίρεση ισχύει όταν τα καθήκοντα δημόσιας διοίκησης του πλοιάρχου και, σε περίπτωση απουσίας ή αδυναμίας αυτού, του νόμιμου αναπληρωτή του ασκούνται τακτικά κατά τρόπο συνήθη και δεν αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μέρος των συνολικών καθηκόντων τους.»

Οι νέοι κανόνες προέβλεπαν ότι η εν λόγω προϋπόθεση θα ίσχυε για τις θέσεις πλοιάρχου και υποπλοιάρχου στα πλοία ποντοπλοΐας και ακτοπλοΐας, όχι όμως για τα πλοία μικρής χωρητικότητας που εκτελούν βραχείς πλόες εσωτερικού. Όσον αφορά τα τελευταία αυτά πλοία, οι νέοι κανόνες θα εφαρμόζονταν λόγω του ότι υφίσταται άμεση πρόσβαση σε λιμένες όπου εδρεύουν δημόσιες αρχές. Η Ελλάδα διευκρίνισε επίσης ότι δεν ήταν απαραίτητο να θεσπιστούν διοικητικές διατάξεις για την εφαρμογή των νέων κανόνων.

Μη διαθέτοντας καμία πληροφορία που να της επιτρέπει να συναγάγει ότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε τελικά θεσπίσει τις τροποποιήσεις της ελληνικής νομοθεσίας, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το άρθρο 39, ΕΚ καθιερώνει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και την κατάργηση κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας μεταξύ των εργαζομένων των κρατών μελών. Προβλέπει, ωστόσο, ότι οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί απασχολήσεως στη δημόσια διοίκηση.

Η έννοια της «δημοσίας διοικήσεως» πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται ομοιόμορφα στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν μπορεί, συνεπώς, να αφεθεί στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών (άρθρο 39 ΕΚ § 4)

Η έννοια αυτή αφορά τις θέσεις εργασίας που συνεπάγονται άμεση ή έμμεση συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας και στα καθήκοντα που έχουν ως αντικείμενο τη διασφάλιση των γενικών συμφερόντων του κράτους ή των άλλων δημοσίων οργανισμών και οι οποίες προϋποθέτουν, συνεπώς, την ύπαρξη ειδικής σχέσεως αλληλεγγύης των κατόχων τους προς το κράτος καθώς και την αμοιβαιότητα των δικαιωμάτων και καθηκόντων που αποτελούν το θεμέλιο του δεσμού της ιθαγένειας.


Το άρθρο 39, παράγραφος 4, ΕΚ, ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της απαγορεύσεως των εις βάρος τους διακρίσεων, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να περιορίζει την έκταση εφαρμογής του στο απολύτως αναγκαίο για τη διασφάλιση των συμφερόντων τα οποία η διάταξη αυτή επιτρέπει στα κράτη μέλη να προστατεύουν.


Το Δικαστήριο ήδη έκρινε ότι το άρθρο 39 δεν παρέχει σε κράτος μέλος τη δυνατότητα να επιφυλάσσει τις θέσεις πλοιάρχου και υποπλοιάρχου επί των πλοίων που φέρουν τη σημαία του αποκλειστικά υπέρ των υπηκόων του, παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι οι προνομίες δημόσιας εξουσίας που τους απονέμονται όντως ασκούνται κατά τρόπο συνήθη και δεν αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό μέρος των δραστηριοτήτων τους.


Η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι η άσκηση των εν λόγω προνομιών δημόσιας εξουσίας συνδέεται με την επιβαλλόμενη από το διεθνές δίκαιο υποχρέωση να υφίσταται «γνήσιος δεσμός» μεταξύ του πλοίου και του κράτους τη σημαία του οποίου φέρει το πλοίο.

Δεν προκύπτει, επίσης, από τη δικογραφία ότι οι πλοίαρχοι και οι υποπλοίαρχοι όλων των υπό ελληνική σημαία πλοίων διαθέτουν προνομίες δημόσιας εξουσίας λόγω της γεωγραφικής θέσεως της Ελλάδας και του νησιωτικού χαρακτήρα της. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε, επίσης, ότι οι ενδεχόμενες αυτές προνομίες ασκούνται όντως κατά τρόπο συνήθη και αποτελούν σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων τους.

Το Δικαστήριο αποφασίζει ότι:

Η Ελληνική Δημοκρατία, διατηρώντας στη νομοθεσία της την απαίτηση της ελληνικής ιθαγένειας για την πρόσβαση στις θέσεις πλοιάρχου και αξιωματικού (υποπλοιάρχου) σε όλα τα υπό ελληνική σημαία πλοία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 39 ΕΚ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: