H εντολή που είχε πάρει ο Μεχμέτ πασάς από τον σουλτάνο ήταν πρωτίστως η παραδειγματική τιμωρία της Υδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, δηλαδή των ναυτικών νησιών τα οποία με τα πλοία τους παρεμπόδιζαν τις μεταφορές των τουρκικών στρατευμάτων και εφοδίων από τη Μικρά Ασία στην επαναστατημένη Ελλάδα και προξενούσαν φθορές στα τουρκικά πλοία.
Υστερα ο τουρκικός στόλος θα φρόντιζε να διαλύσει τον από θαλάσσης αποκλεισμό των φρουρίων της Πελοποννήσου τα οποία οι Ελληνες προσπαθούσαν να καταλάβουν και τέλος ο στόλος υπό τον Μεχμέτ πασά είχε την αποστολή να προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια στους Τούρκους που ήδη μάχονταν με τους επαναστατημένους Ελληνες στη Ρούμελη και στην Πελοπόννησο.
Με τις εντολές αυτές λοιπόν και με όλη την αλαζονεία που του ενέπνεε η μεγάλη δύναμή του ο Μεχμέτ πασάς διέπλευσε με τον στόλο του το Αιγαίο, μπήκε στο Ιόνιο, ανεφοδίασε πλουσιοπάροχα το φρούριο της Πάτρας, το οποίο πολιορκούσαν από την ξηρά οι Ελληνες, και ξαναμπήκε στο Αιγαίο με πορεία προς τον Αργολικό Κόλπο και με σκοπό να «σωφρονίσει», όπως είχε κάνει με τη Χίο ο Καρά Αλής, είτε τις Σπέτσες είτε την Υδρα, όποιο από τα δύο νησιά θα του ήταν βολικότερο.
H ναυμαχία των Σπετσών
Προφανώς ο Μεχμέτ πασάς προτίμησε να αρχίσει από τις Σπέτσες για να μπορέσει ύστερα να ανεφοδιάσει ευκολότερα το φρούριο του Παλαμηδιού στο Ναύπλιο που πολιορκούσαν από τη στεριά οι δυνάμεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη και από τη θάλασσα τα πλοία της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.
Οι Σπετσιώτες όμως είχαν πληροφορηθεί τα σχέδια του τουρκικού στόλου και εγκαίρως έλαβαν τα μέτρα τους. Από φόβο μήπως πάθουν τα ίδια με τους Χιώτες, με απόφαση της δημογεροντίας τους και σε συνεννόηση με τους Υδραίους, οι Σπετσιώτες μετέφεραν στην Υδρα όλα τα γυναικόπαιδα. Επίσης ζήτησαν ενισχύσεις από τους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και κατασκεύασαν «ντάπιες» (κανονιοστάσια) σε στρατηγικά σημεία της ανατολικής ακτής του νησιού. H ισχυρότερη ντάπια τοποθετήθηκε μεταξύ του σημερινού Φάρου και της μεταγενέστερης εκκλησίας της Παναγίας Αρμάτας και επανδρώθηκε με 60 πολεμιστές, των οποίων αρχηγός ήταν ο γεροπρόκριτος Χατζηγιάννης Μέξης.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1822 ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης κάλεσε σε συμβούλιο στη ναυαρχίδα του τους πλοιάρχους των σπετσιώτικων και των υδραίικων πλοίων που θα αντιμετώπιζαν τον τουρκικό στόλο. Ο ελληνικός στόλος απετελείτο από 57 πλοία (πάρωνες και μπρίκια) και 12 πυρπολικά. Το σχέδιο, το οποίο καταστρώθηκε από τον Μιαούλη και με το οποίο συμφώνησαν και οι άλλοι πλοίαρχοι, ήταν το εξής: μόλις θα εμφανιζόταν ο τουρκικός στόλος, τα ελληνικά πλοία θα χωρίζονταν σε δύο άνισα τμήματα.
Το ισχυρότερο (36 πλοία και έξι πυρπολικά), με επικεφαλής τη ναυαρχίδα του Μιαούλη, θα έβαζε πλώρη βορειοανατολικά, προς τη νησίδα Δοκό, με την ελπίδα ότι ένα μέρος του τουρκικού στόλου θα το κατεδίωκε έτσι ώστε ο τουρκικός στόλος να διασπαστεί και να μπορέσουν οι ελληνικές δυνάμεις να τον αντιμετωπίσουν ευκολότερα. Το άλλο τμήμα (18 πάρωνες και έξι πυρπολικά) θα έπαιρνε θέση σε τρεις επάλληλες σειρές των έξι πλοίων στο δυτικό στόμιο του βορείου στενού ανάμεσα στις Σπέτσες και στην Πελοπόννησο με σκοπό να εμποδίσει τη διέλευση των τουρκικών πλοίων.
Οι Τούρκοι αποχωρούν άπρακτοι
Το πρωί της 8ης Σεπτεμβρίου φάνηκαν τα πρώτα τουρκικά πολεμικά να πλέουν προς τις Σπέτσες. Πράγματι ο Μεχμέτ πασάς, βλέποντας το τμήμα του ελληνικού στόλου που κατευθυνόταν προς τη Δοκό, έστειλε ένα μεγάλο τμήμα του στόλου του να καταδιώξει τον Μιαούλη, ενώ τα υπόλοιπα πλοία του συνέχισαν προς τις Σπέτσες. Ο Καπουδάν ήταν βέβαιος για την εύκολη νίκη του: μόλις οι Σπετσιώτες θα έβλεπαν τα τρομερά του καράβια θα τρόμαζαν και θα του παρέδιδαν πάραυτα το νησί τους.
Εκανε όμως λάθος. Μόλις τα τουρκικά πλοία μπήκαν στο στενό και πλησίασαν τις ακτές του νησιού δέχθηκαν τους κανονιοβολισμούς από τις ντάπιες. Σύμφωνα με το σχέδιο, τα πλοία που βρίσκονταν μέσα στα στενά θα έπρεπε να περιμένουν σινιάλο από τον Μιαούλη για το πότε θα επιτεθούν. Μόλις όμως οι σπετσιώτες πλοίαρχοι I. Χρ. Κούτσης, I. Τσούπας, Δ. Λάμπρου και A. Λεμπέσης είδαν το νησί τους να κινδυνεύει, με τη βοήθεια και του Υδραίου A. Κριεζή, άνοιξαν πυρ εναντίον των Τούρκων αγνοώντας σχέδια και σινιάλα.
H ναυμαχία εξελισσόταν με τέτοια σφοδρότητα ώστε στην Υδρα νόμιζαν ότι οι Σπέτσες καίγονταν απ' άκρη σ' άκρη.
Μάταια ο Μιαούλης ύψωνε στον ιστό της ναυαρχίδας του σήματα με τα οποία καλούσε τα πλοία να ξαναπάρουν τις προκαθορισμένες θέσεις τους μέσα στα στενά. Αλλωστε και να ήθελαν οι σπετσιώτες πλοίαρχοι δεν μπορούσαν να δουν τον ιστό της ναυαρχίδας μέσα στο πυκνό σύννεφο από τους καπνούς των κανονιοβολισμών. Επιπλέον δεν είχαν την παραμικρή διάθεση να σταματήσουν τη ναυμαχία με τα τουρκικά πλοία καθ' όσον ήξεραν ότι από τις ντάπιες του νησιού οι συμπατριώτες τους τούς παρακολουθούσαν.
Ετσι ο Μιαούλης αναγκάστηκε να λάβει μόνος του την απόφαση πότε να επέμβει. Διατάζει το δικό του τμήμα του στόλου να κάνει αναστροφή και με μια ανοιχτή καμπύλη που έφθανε ως το Τρίκερι επιτίθεται και αυτός εναντίον του εχθρικού στόλου. H ναυμαχία γενικεύθηκε και συνεχίστηκε πολλές ώρες. Μέσα σε όλη τούτη την αντάρα, γύρω στο απόγευμα, ο Υδραίος Ανδρέας Πιπίνος κολλάει το πυρπολικό του στην πρύμνη μιας τουρκικής κορβέτας αλλά το πλήρωμα του πλοίου κατορθώνει να διώξει τον κίνδυνο μακριά του. Λίγο αργότερα ο Σπετσιώτης Κοσμάς Μπαρμπάτσης προσκόλλησε το δικό του πυρπολικό στη ναυαρχίδα του Μεχμέτ πασά, αλλά και εδώ το πλήρωμα κατάφερε να απαλλαγεί από το μπουρλότο αλλά όχι χωρίς σοβαρές απώλειες.
Εντρομος ο Μεχμέτ πασάς κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πλέον να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του και διέταξε υποχώρηση. Τα τουρκικά πλοία ανοίχτηκαν στο πέλαγος. Δύο ημέρες αργότερα ο Μεχμέτ πασάς προσπάθησε να πλησιάσει το Παλαμήδι αλλά αυτό στάθηκε αδύνατον και έτσι ο τούρκος ναύαρχος έφυγε άπρακτος και μαζί με τον στόλο του επέστρεψε στα Δαρδανέλια, όπου ο σουλτάνος δυσαρεστημένος του αφαίρεσε τον τίτλο του καπουδάν πασά. Δυόμισι μήνες αργότερα το Ναύπλιο έπεφτε στα χέρια των Ελλήνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου