Τον Νοέμβριο του 2009 κλιμάκιο της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων αποτελούμενο από τους Ηλία Σπονδύλη, Γεώργιο Κουτσουφλάκη, Ευστάθιο Στάθη καταδυόμενους αρχαιολόγους, τους τεχνικούς βυθού Πέτρο Τσαμπουράκη και Λούδιβίκο Μερσενιέ και τον καταδυόμενο φωτογράφο-κινηματογραφιστή Βασίλιο Μεντόγιαννη πραγματοποίησε υποθαλάσσια προκαταρκτική έρευνα στο θαλάσσιο χώρο της νήσου Πολυαίγου του Νομού Κυκλάδων.
Εντοπίστηκε ναυάγιο, το οποίο είχε υποδειχθεί από το 2004 στην Εφορεία, σε βάθος 25-49 μέτρα. Το αρχαίο πλοίο ήταν κατάφορτο από αμφορείς που βρίσκονται σήμερα διεσπαρμένοι σε δύο κύριες συγκεντρώσεις.
Η τυπολογική ανάλυση των ανελκυσθέντων αμφορέων κατέδειξε, ότι το σύνολο του φορτίου θα πρέπει να χρονολογηθεί στα τέλη του 5ου έως και το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Αναγνωρίστηκαν τρείς τουλάχιστον τύποι αμφορέων, εκ των οποίων ο ένας προέρχεται από την Πεπάρηθο (Σκόπελο).
Οι υπόλοιποι εμφανίζουν στενή τυπολογική συγγένεια με εργαστήρια αμφορέων της κλασσικής περιόδου του βορείου Αιγαίου. Από το σύνολο των αμφορέων ανελκύστηκαν 4 ακέραιοι οξυπύθμενοι μεταφορικοί αμφορείς και δύο επιτραπέζιοι αμφορίσκοι. Εκτός του φορτίου των αμφορέων, εντοπίστηκαν και τμήματα από τις άγκυρες του πλοίου.
Το ναυάγιο της Πολυαίγου ρίχνει νέο φως στη μελέτη των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων της κλασσικής περιόδου και στη διακίνηση των εμπορευμάτων στην νοτιοδυτική περιφέρεια των Κυκλάδων και διευρύνει τις γνώσεις μας για την περιοχή.
Το ναυάγιο τεκμηριώθηκε λεπτομερώς φωτογραφικά με την εκπόνηση ενός φωτομωσαϊκού υψηλής ευκρίνειας, κινηματογραφήθηκε, ενώ παράλληλα βρίσκονται σε εξέλιξη οι απαραίτητες ενέργειες για την κήρυξη της θαλάσσιας περιοχής ως ενάλιου αρχαιολογικού χώρου.