(Παράδοσις πανελλήνιος)
Τὴν ἡμέρα ποὺ πάρθηκε ἡ Πόλη, ἔβαλαν σ’ ἕνα καράβι τὴν ἅγια
Τράπεζα τῆς Ἁγια - Σοφιᾶς, νὰ τὴν πάη στὴ Φραγκιά, γιὰ νὰ μὴν
πέση στὰ χέρια τῶν Τούρκων. ᾽Εκεῖ ὅμως στὴ θάλασσα τοῦ Μαρμαρᾶ
ἄνοιξε τὸ καράβι καὶ ἡ ἅγια Τράπεζα ἐβούλιαξε στὸν πάτο. Στὸ μέρος
ἐκεῖνο ἡ θάλασσα εἶναι λάδι, ὅση θαλασσοταραχὴ καὶ κύματα κι
ἂν εἶναι γύρω. Καὶ τὸ γνωρίζουν τὸ μέρος αὐτὸ ἀπὸ τὴ γαλήνη, ποὺ
εἶναι πάντα ἐκεῖ, καὶ ἀπὸ τὴν εὐωδία ποὺ βγαίνει. Πολλοὶ μάλιστα
ἀξιώθηκαν καὶ νὰ τὴν ἰδοῦν στὰ βάθη τῆς θάλασσας.
"Πάλι με χρόνους και καιρούς"
Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, ένα πουλί ανέλαβε να πάει ένα γραπτό μήνυμα στην Τραπεζούντα στην Χριστιανική Αυτοκρατορία του Ποντου για την Άλωση της Πόλης.
Μόλις έφτασε εκεί πήγε κατευθείαν στη Μητρόπολη που λειτουργούσε ο Πατριάρχης και άφησε το χαρτί με το μήνυμα πάνω στην Άγια Τράπεζα. Κανείς δεν τολμούσε να πάει να διαβάσει το μήνυμα.
Τότε πήγε ένα παλλικάρι, γιός μιας χήρας, και διάβασε το άσχημο μαντάτο "Πάρθεν η Πόλη, Πάρθεν η Ρωμανία".
Το εκκλησίασμα και ο Πατριάρχης άρχισαν τον θρήνο, αλλά ο νέος τους απάντησε
"Κι αν η Πόλη έπεσε, κι αν πάρθεν η Ρωμανία, πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά μας θα' ναι".
Πάρθεν η Ρωμανία
Έναν πουλίν, καλόν πουλίν εβγαίν' από την Πόλην
ουδέ στ' αμπέλια κόνεψεν ουδέ στα περιβόλια,
επήγεν και-ν εκόνεψεν α σου Ηλί' τον κάστρον.
Εσείξεν τ' έναν το φτερόν σο αίμα βουτεμένον,
εσείξεν τ' άλλο το φτερόν, χαρτίν έχει γραμμένον,
Ατό κανείς κι ανέγνωσεν,
ουδ' ο μητροπολίτης έναν παιδίν,
καλόν παιδίν,
έρχεται κι αναγνώθει.
Σίτ' αναγνώθ' σίτε κλαίγει,
σίτε κρούει την καρδίαν.
"Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!"
Μοιρολογούν τα εκκλησιάς,
κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον
κλαίει, δερνοκοπιέται,
-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπισκάσαι
-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία 'πάρθεν.
-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.
(Δημοτικό τραγούδι του Πόντου).
όλοι δείχνουν ότι ο χρόνος σταμάτησε με την κατάληψη της ιερής πόλης της Ορθοδοξίας από τους άπιστους Τούρκους και ότι η τάξη στον κόσμο θα επανέλθει με την ανακατάληψη της Βασιλεύουσας από τους Έλληνες.
Έτσι, και στην Ήπειρο υπάρχει μιααντίστοιχη λαϊκή δοξασία.
Συγκεκριμένα, ένα πουλί φέρνει την αναγγελία της πτώσης της Πόλης σε μια ομάδα βοσκών που εκείνη τη στιγμή ποτίζουν τα κοπάδια τους σε ένα ποτάμι,
Ο θρύλος λέει ότι στο άκουσμα της φοβερής είδησης τα νερά του ποταμίου σταμάτησαν να κυλάνε, αφού και το φυσικό στοιχείο θεώρησε ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης ήταν κάτι το ανήκουστο.
Το ποτάμι θα συνεχίσει και πάλι να κυλάει, μόλις απελευθερωθεί η Πόλη, συνεχίζει ο λαϊκός θρύλος...
Κάποιος καλόγερος είχε ψαρέψει σε ένα ποτάμι ψάρια και τα τηγάνιζε κοντά στην όχθη του ποταμού.
Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε από ένα πουλί το μήνυμα της πτώσης της Κωνσταντινούπολης στους Τούρκους.
Ο καλόγερος σάστισε και αμέσως τα μισοτηγανισμένα ψάρια πήδησαν από το τηγάνι και ξαναβρέθηκαν στο ποτάμι.
Εκεί ζουν αιώνια μέχρι τη στιγμή της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, οπότε και θα ξαναβγούν για να συνεχιστεί το τηγάνισμα τους.
Μετά την πτώση της πόλης τα τρία αδέρφια και οι άντρες τους εξακολουθούσαν να πολεμούν και παρά τις λυσσώδεις προσπάθειες τους οι Τούρκοι δεν είχαν κατορθώσει να καταλάβουν τον πύργο.
Για το περιστατικό αυτό ενημερώθηκε ο Σουλτάνος και εντυπωσιάστηκε από την παλικαριά τους.
Αποφάσισε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να φύγουν με ασφάλεια από τον πύργο και να πάρουν ένα καράβι με τους άντρες τους και να γυρίσουν στην Κρήτη. Πραγματικά η πρόταση του έγινε δεκτή με τη σκέψη ότι έπρεπε να μείνουν ζωντανοί για να πολεμήσουν να ξαναπάρουν τη Βασιλεύουσα πίσω από τους απίστους.
Έτσι οι Κρητικοί επιβιβάστηκαν στο πλοίο τους και ξεκίνησαν για το νησί τους.
Το πλοίο δεν έφτασε ποτέ στην Κρήτη και ο θρύλος λέει ότι περιπλανιούνται αιώνια στο πέλαγος μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσει η μάχη για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Έλληνες.
Τότε το πλοίο των Κρητικών θα τους ξαναφέρει στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουν και αυτοί μέρος στη μάχη και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους και το ελληνικό έθνος να ξανακερδίσει την Πόλη.
όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη ξεκίνησαν να καταστρέφουν τις εκκλησίες και τα μοναστήρια.
Στην Αγία Σοφιά είχε καταφύγει πολύ λαός, κυρίως γυναικόπαιδα, για να αποφύγουν τον θάνατο.
Όμως η παρουσία τους εκεί δεν τους έσωσε, καθώς φανατισμένοι από τους δερβίσηδες μωαμεθανοί μπήκαν στην εκκλησία και άρχισαν να σφάζουν αδιακρίτως όποιον έβρισκαν μπροστά τους.
Ο σωρός των πτωμάτων έφτασε τα δέκα μέτρα.
Όταν μάλιστα ο Σουλτάνος Μωάμεθ προσπάθησε να μπει στο ναό το άλογο του σκόνταψε πάνω στα πτώματα, Με την οπλή του το άλογο άφησε ένα σημάδι στην κορυφή ενός στύλου, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα.
Τις πιο πολλές εικόνες και τοιχογραφίες της Αγία Σοφιάς τις κατέστρεψαν οι Τούρκοι.
Όταν, όμως, οι άπιστοι εισβολείς έφτασαν στον εξώστη - γυναικωνίτη και ένας τσαούσης (Τούρκος αξιωματικός) προσπάθησε με έναν πέλεκυ να καταστρέψει μια τοιχογραφία της Παναγίας που κρατά στα χέρια της τον Ιησού μωρό, έγινε το θαύμα !
Τη στιγμή που ο Τούρκος προσπάθησε να καταφέρει το πρώτο χτύπημα στην τοιχογραφία κεραυνοβολήθηκε κι έπεσε νεκρός.
Τη θέση του πήρε ένας άλλος Τούρκος, αλλά την ίδια στιγμή κι εκείνος είχε την ίδια τύχη.
Οι υπόλοιποι βάρβαροι πανικοβλήθηκαν απ' το πρωτόγνωρο γι΄ αυτούς θαύμα και γεμάτοι τρόμο, αλλά και σεβασμό εγκατέλειψαν την ανόσια προσπάθεια τους.
Η συγκεκριμένη τοιχογραφία σώζεται μέχρι σήμερα στον δεξιό εξώστη της Αγία Σοφιάς.
όταν οι Τούρκοι μπήκαν στη Βασιλική Εκκλησία, ένας ιερέας τελούσε τη Θεία Λειτουργία. Βλέποντας τους άπιστους να μπαίνουν, δε σκεπτόταν παρά πώς να σώσει από τη βεβήλωση τον ιερό άρτο και το πολύτιμο Αίμα του Χριστού.
Ανέβηκε, λοιπόν, βιαστικός στον Άμβωνα, κρατώντας τ' Άγιο Δισκοπότηρο κι εξαφανίστηκε σε μια μικρή πόρτα.
Την έκλεισε πίσω του, μα δυστυχώς οι Τούρκοι τον είχαν δει κι έτρεξαν να τον προφτάσουν. Όταν όμως έφθασαν στο σημείο που θα έπρεπε να βρίσκεται η πόρτα, ξαφνιάστηκαν γιατί δεν είδαν παρά μόνο μια γυμνή, λεία επιφάνεια χωρίς το παραμικρό σημάδι ανοίγματος.
Αγριεμένοι, προσπάθησαν να γκρεμίσουν τον τοίχο, αλλά έσπασαν τα όπλα τους, χωρίς να καταφέρουν τίποτε! -Ας φέρουν τους χτίστες του στρατού μας, αποφάσισε ο Σουλτάνος. Έτσι θα δούμε τι είναι πίσω απ' αυτόν τον τοίχο. Οι χτίστες ήρθαν με τα εργαλεία τους κι άρχισαν να χτυπούν τον τοίχο.
Παρ' όλες τους τις προσπάθειες όμως, δεν μπόρεσαν ούτε να τον τρυπήσουν κι ομολόγησαν πως σίγουρα υπήρχε κάποιο τεχνικό μέσο, που τους ήταν άγνωστο. -Είστε ανίκανοι, φώναξε καταθυμωμένος ο Σουλτάνος και θα τιμωρηθείτε!
Να φέρουν βυζαντινούς χτίστες!
Τότε έφεραν βιαστικά όσους μπόρεσαν και απειλώντας τους με θάνατο, τους πρόσταζαν να ρίξουν αυτόν τον τοίχο!
Μα, ούτε κι αυτοί δεν τα κατάφεραν! Γιατί, το θέλημα του Θεού, πιο δυνατό από κάθε ανθρώπινη δύναμη, κρατούσε αυτές τις πέτρες δεμένες γερά, για να προστατεύει τον ιερέα.
Όλους αυτούς τους αιώνες, ο ιερέας αγρυπνεί, σφίγγοντας το δισκοπότηρο, που προστάτευσε από τους άπιστους!
Μα, όταν θα ξαναπάρουμε την Πόλη, η πόρτα θα ξανανοίξει μόνη της, ο ιερέας θα βγει, θα ξαναμπεί στο ιερό και θα συνεχίσει τα λόγια της λειτουργίας, από κει ακριβώς που είχε σταματήσει!
ΤΑ ΔΙΣΚΟΠΟΤΗΡΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑΣ
Την ώρα που ακούονται έξω από την Αγία Σοφία φωνές «οι Τούρκοι! - οι Τούρκοι!», ο πρωτόπαπας βγαίνει από την στοά της εξομολογήσεως.
Αποβραδίς κοινώνησε τον Αυτοκράτορα κι ως το πρωί εξομολογούσε.
Όπως βγήκε ψηλός, ηλιοκαμένος, μ' άσπρα γένια και φρύδια παχιά, νόμιζες πως ένας άγιος ξεκόλλησε από τον τοίχο. Και για μια στιγμή, όταν είδε το πλήθος γονατιστό να τρέμει, κιτρίνισε σαν το φλουρί, σαν να τον κτύπησε βόλι. Κοντοστάθηκε, σφόγγισε τα δάκρυα και προχώρησε στην εκκλησία. Ο ναός, ο άμβωνας, ο σωλέας και τα περιστύλια ήταν γεμάτα κόσμο. Τα φώτα, οι πολυέλαιοι, οι κανδήλες ήταν αναμμένα...
Για τελευταία φορά έλαμπε στην Ανατολή το μεγαλείο της Χριστιανοσύνης.
Έλαμπε η θαυμάσια αρχιτεκτονική του Ανθέμιου και Ισιδώρου.
Έλαμπε ο αφάνταστος πλούτος, που εσκόρπισεν ο Ιουστινιανός, για να νικήσει τον Σολομώντα.
Κι από μακριά έφταναν του τρόμου οι φωνές:
«Οι Τούρκοι! Οι Τούρκοι!»...
Οι πολυέλαιοι από κρύσταλλα ασημοδεμένα, τα πελώρια μανουάλια, σαν γίγαντες φωτοβόλοι, οι ποικιλόχρωμες κολόνες, τα χρυσά μωσαϊκά, όλα έλαμπαν για τελευταία φορά.
Και ψηλά οι ελαφρύτατες γραμμές, γεμάτες ευγένεια, γεμάτες χάρη, αγκάλιαζαν, σαν σχέδιο ενάερης κολόνας, τον πελώριο τρούλο.
Ω! όπως ήταν ο τρούλος θαυμάσιος στους γύρους, νόμιζες πως ζητούσε να πλανέψει σ' έναν άλλο κόσμο τους χριστιανούς την ώρα της θυσίας!
Ο πρωτόπαπας έκαμε τρεις σταυρούς και μπήκε στο ιερό.
Επάνω στην Αγία Τράπεζα, σα να ήταν κρεμαστός ουράνιος θόλος, το Κιβώτιο.
Στήριζε τα τέσσερα χρυσά του πόδια στις τέσσερις γωνίες και απ' εμπρός πρόβαλε ένα ωραίο τόξο.
Ένας σταυρός χρύσιζε στην κορυφή του και μέσα από τον θόλο του κατέβαινε άσπρο περιστέρι, η Περιστερά του Αγίου Πνεύματος.
Ο πρωτόπαπας βγάζει από τα σπλάχνα της Περιστεράς τα Δισκοπότηρα, τα σκέπασε με μεταξωτό, που λέγεται Αέρας, τα πήρε κι έφυγε.
«Μη δότε τα Άγια τοις κυσίν», σκέφτηκε...
Σαν αρχαίο ελληνικό αγγείο, όλο από χρυσάφι, λίγο κοντό, με δυο όμορφα χερούλια και με πλευρές καμπύλες, τέτοιο ήταν το Ιερόν Ποτήριον. Το στόμα του τριγύριζε διπλή γραμμή σε ρυθμό μαιάντρου.
Και στην πρόσοψη είχε το Χριστό σε κολυμπήθρα, από παράσταση αρχαία.
Ο ιερός Δίσκος ήταν από χρυσάφια καλοδουλεμένο.
Στο κέντρο ο Μυστικός Δείπνος του Κυρίου.
Και γύρω πολύτιμα πετράδια.
Ο πρωτόπαπας έριξε μια ματιά στη θάλασσα, ανασκουμπώθηκε κι έσπρωξε με τέτοια δύναμη το καραβάκι, που γλίστρησε ως τον γιαλό.
Μπήκε μέσα, άνοιξε πανί και κράτησε το τιμόνι γραμμή για την Βιθυνική παραλία.
Ο αντίλαλος της Πόλης εξακολουθούσε...
«Οι Τούρκοι! Οι Τούρκοι!... ».
Μια τρικυμία σηκώθηκε τρανή.
Το καραβάκι σαν τσόφλι χοροπηδούσε στα κύματα επάνω.
Στην Πόλη φλόγες και καπνοί παντού.
Στ' αυτιά ο αέρας έφερνε μια άγρια αντήχηση από τρόμο, από δαρμούς, από παρακάλια, από ξεψυχημό, από βογκητά θανάτου...
Ω! Πόλη, με τα βασιλικά σου, με τους ιπποδρόμους σου, με τις ακαδημίες των τεχνών σου!
Χριστιανοσύνη που εδίδαξες στον κόσμο την αλήθεια.
Χιλιόχρονη ιστορία του πολιτισμού που σβήνεις.
Εργάτες του νου που γενήκατε φυγάδες και δούλοι.
Ανθρώπινα έργα, που ζηλέψατε αθανασία και γενήκατε ερείπια.
Μεγαλεία περασμένα.
Αρματα νίκης που περνούσατε την Χρυσόπορτα. Βασιλείς με τις χρυσές κορόνες.
Γεννήσεις και θάνατοι σβησμένοι για την πρόοδο.
Μνημεία, που μέσα στην καταστροφή εμείνατε χωρίς μορφή, χωρίς όνομα.
Άπειρες μέρες εκμηδενισμένες.
Να! παίρνει τη σκόνης σας ένας ανθρώπινος ανεμοστρόβιλος και την σκορπίζει στους τέσσερις ανέμους!
Η Δύση του ηλίου χρωμάτισε τον ουρανό κόκκινο, σαν αίμα. Σημάδι της φρίκης.
Ο άνεμος εξακολουθούσε να φυσά κι ο ανεμοστρόβιλος σάρωνε την Προποντίδα.
Σκοτείνιασε.
Το σκοτάδι σκέπασε τον ουρανό, την Πόλη.
Κι από τη θάλασσα μακριά ανέβαινε αιμοσταγμένος του φεγγαριού ο δίσκος.
Κόκκινος, σαν τα μάτια του φονιά.
Ολόρθος στο καράβι ο πρωτόπαπας κάρφωσε στον ουρανό τα μάτια του και είδε - ω φρίκη! - το φονικό φεγγάρι να στέκεται ακίνητο στον τρούλο της Αγίας Σοφίας.
Και είδε να μαυρίζει, να μαυρίζει ο μισός δίσκος.
Αρχαία προφητεία έλεγε: «θα είναι πανσέληνος. Έκλειψη θα γίνει. Και η Πόλη θα πέσει!»...
Ο πρωτόπαπας περιχύθηκε με κρύο ιδρώτα.
Έβλεπε μια τον σταυρό στον τρούλο της Αγίας Σοφίας και μια το μισοφέγγαρο.
Το καραβάκι χοροπηδούσε στα κύματα της θάλασσας.
Χίλια κομμάτια έγινε το μικρό πανί του.
Κι ο αέρας βούιζε σα θρήνος στο κατάρτι του.
Ο πρωτόπαπας έβαλε τις τελευταίες του προσπάθειες.
Στο στήθος του κρατούσε σφιχτά τα Δισκοπότηρα.
Κι ενώ θωρούσε πέρα την Αγία Σοφία, δε βλέπει το σταυρό...
Βλέπει μισοφέγγαρο...
Αμέσως άνοιξαν τα μεσουράνια.
Ένα φως γλυκύτατο απλώθηκε. Άγγελος Κυρίου φάνηκε κι άρπαξε τα Δισκοπότηρα.
Μην ήταν θαύμα;
Η θάλασσα άνοιξε στόμια και κατάπιε τον πρωτόπαπα.
Γαλήνη!
Το τρομερό στοιχείο ησύχασε.
Και σαν να ήταν Φώτα κι άγιασε την θάλασσα σταυρός...
Ο λαοφιλέστερος θρύλος έχει να κάνει με το τελευταίο αυτοκράτορα που μαρμάρωσε μέσα στο ναό της Αγίας Σοφίας.
Η παράδοση πέρασε από στόμα σε στόμα αμέσως μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Όταν η Πόλη πέρασε στα χέρια των Τούρκων, ο λαός δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ένα τέτοιο κτίσμα έχει περιέλθει σε μουσουλμανικά χέρια.
Διέδωσαν λοιπόν ότι ο βασιλιάς κρύφτηκε πίσω από μία κολόνα του ναού της Αγίας Σοφίας, χάθηκε μέσα στους διαδρόμους και παρέμεινε κρυμμένος εκεί.
Οι ώρες αναμονής τον "μαρμάρωσαν".
Είναι γεγονός ότι κανείς δεν βρήκε το πτώμα του τελευταίου υπερασπιστή, του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου. Χάθηκε και πίστεψαν ότι Άγγελος Κυρίου το έκρυψε και το μαρμάρωσε.
Κάποτε θα έρθει η ώρα που πνοή Θεού θα του δώσει δύναμη και ζωή ξανά και όλα θα ξαναγίνουν από την αρχή.
Η Πόλη θα είναι και πάλι ελεύθερη.
Από το 1071, αγαπητό μου παιδί, που οι Σελτσούκοι κέρδισαν τη μάχη του Μαντζικέρτ της Μικράς Ασίας και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο ελληνισμός της Μικράς Ασίας δημιούργησε, με το αλάθητο ένστικτο ενός λαού που έβλεπε την επερχόμενη συμφορά, το μύθο της Κόκκινης Μηλιάς.
Σύμφωνα με το μύθο, οι Τούρκοι αφού θα πολιορκούσαν με κάθε μέσο την Κωνσταντινούπολη, θα νικούσαν την άμυνα των υπερασπιστών της και θα άρχιζαν να την κυριεύουν
Τη στιγμή ακριβώς εκείνη με θεϊκή παρέμβαση οι κατακτητές θα ετρέπονταν σε φυγή και θα καταδιώκονταν μέχρι το Μονοδένδρι, δηλαδή την Κόκκινη Μηλιά.
Αργότερα, όταν έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, χάθηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες.
Πολλοί έλεγαν πως πέθανε στη μάχη κοντά στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού και ο σουλτάνος έβαλε να ψάξουν στους σωρούς των πτωμάτων χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το πτώμα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου δε βρέθηκε ποτέ και ετάφη ένα ακέφαλο πτώμα, που θεωρήθηκε πως ήταν ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, επειδή στα πόδια του είχε πέδιλα με ζωγραφισμένους χρυσούς αετούς που ήταν συνήθεια αυτοκρατορική.
Όλα αυτά δημιούργησαν το μύθο του μαρμαρωμένου Βασιλιά, σύμφωνα με τον οποίο ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν σκοτώθηκε στην μάχη αλλά μαρμαρώθηκε και βρίσκεται στην Κλειστή Πύλη της Αγίας Σοφίας μέχρι τη μέρα που άγγελος Κυρίου θα τον ζωντανέψει και θα του παραδώσει το σπαθί του ώστε να εκδιώξει τους κατακτητές Τούρκους μέχρι την Κόκκινη Μηλιά.
Ακόμα και σήμερα, αγαπητό μου παιδί, πολλοί λένε πως σαν πλησιάσουν στην Κλειστή Πύλη της Αγιάς Σοφιάς ακούνε ψαλμωδίες και ύμνους για τον μαρμαρωμένο βασιλιά. Οι μύθοι αυτοί που άντεξαν στο χρόνο και μεταδίδονται, εδώ και αιώνες, από γενεά σε γενεά, χώρεσαν μέσα στους λιτούς στίχους του Εθνικού Ποιητή της Ελλάδας, του Κωστή Παλαμά, στη «Φλογέρα του Βασιλιά»:
«Μαρμαρωμένος Βασιλιάς και θα ξυπνώ
απ' το μνήμα το μυστικό και το άβρετο που θα με κλιή,
θα βγαίνω και τη χτιστή Χρυσόπορτα
ξεχτίζοντας θα τρέχω
και καλιφάδων νικητής
και τσάρων κυνηγάρης
πέρα στην Κόκκινη Μηλιά,
θα παίρνω την ανάσα».
Λ. Κουμάκης
ΕΚΠ.ΜΑΝΕΣΗ
ΖΩΗΦΟΡΟΣ
EΔΩ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΤΟ ΚΛΥΣΜΑ
Λ.ΚΟΥΜΑΚΗΣ:ΤΟ ΘΑΥΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου