Το «παιχνίδι» των κερδοσκόπων, οι οποίοι «στοχοποίησαν» πρώτη τη χώρα μας θα μπορούσε να είχε «αίσιο» τέλος για την Ελλάδα - εάν είχε την εμπιστοσύνη της Ενωμένης Ευρώπης και τη «στήριξη» της .
Συγκεκριμένα, η ΕΕ είχε (και έχει) τη δυνατότητα να αγοράσει άμεσα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, αυξάνοντας έτσι τις τιμές τους και μειώνοντας τα ασφάλιστρα τους. Στην περίπτωση αυτή, οι κερδοσκόποι θα ήταν αναγκασμένοι να αγοράσουν τα ομόλογα που πούλησαν ανοιχτά, για να τα επιστρέψουν στους κατόχους τους – γεγονός που θα λειτουργούσε επί πλέον αυξητικά στις τιμές τους. Παράλληλα, η αύξηση των τιμών και η αλληλέγγυα στάση της ΕΕ απέναντι στην Ελλάδα, θα μείωνε τις τιμές των ασφαλίστρων κινδύνου (CDS) - με αποτέλεσμα να χάσουν διπλά οι κερδοσκόποι, οδηγούμενοι οι ίδιοι στη χρεοκοπία.
Η δυνατότητα αυτή δεν είναι θεωρητική, αφού έχει συμβεί στην περίπτωση της επίθεσης των «Hedge funds» στο Χονγκ Κονγκ. Οι κερδοσκόποι τότε είχαν «πουλήσει» ανοιχτά μετοχές του εκεί χρηματιστηρίου, αγοράζοντας δολάρια - με την προοπτική της αναγκαστικής υποτίμησης του νομίσματος εκ μέρους της κυβέρνησης, η οποία θα είχε σαν επί πλέον αποτέλεσμα την πτώση των τιμών των μετοχών. Όμως, η κυβέρνηση του Χονγκ Κονγκ επενέβη ενεργητικά, αγοράζοντας μετοχές και διατηρώντας σταθερή την ισοτιμία του νομίσματος – με αποτέλεσμα να χάσουν τεράστια ποσά οι κερδοσκόποι, πολλοί από τους οποίους χρεοκόπησαν.
Σήμερα διαβάζουμε στον Τύπο τα παρακάτω:
«Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι ενδεχομένως να χρειασθεί να διαθέσουν μέχρι και 600 δισ. Ευρώ, σε οικονομική βοήθεια ή να προχωρήσουν σε αγορές κρατικών ομολόγων, εάν πράγματι είναι αποφασισμένοι να αποτρέψουν την εξάπλωση της δημοσιονομικής κρίσης στο σύνολο της Ευρωζώνης», εκτιμούν οικονομολόγοι της JP Morgan και της Royal Bank of Scotland.
Οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι πρέπει να γίνει προετοιμασία για «εφεδρικά» και ταυτόχρονα δραστικά νέα μέτρα. «Τα νέα μέτρα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν εγγυήσεις από τις κυβερνήσεις για την έκδοση ομολόγων, την ΕΚΤ να καταργεί τους όρους για τα στοιχεία ενεργητικού που γίνονται δεκτά ως εγγυήσεις στις δημοπρασίες χρηματοδότησης ή την επαναφορά του απεριόριστου δανεισμού προς τις τράπεζες», εκτιμούν οι οικονομολόγοι.
Ομόλογα και μετοχές στις αγορές ανά την Ευρώπη «βούλιαξαν» αυτή την εβδομάδα, καθώς η κυβέρνηση της καγκελαρίου Merkel «καθυστέρησε» την έγκριση του πακέτου οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα, ενώ η Standard & Poor’s υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας (η Γερμανία καθυστέρησε, η ΕΚΤ καθυστέρησε, η Κυβέρνηση μας καθυστέρησε – όλοι μαζί δηλαδή έκαναν τεράστια σφάλματα και μας έφεραν προ τετελεσμένων γεγονότων, έτσι ώστε να μην έχουμε χρόνο στη διάθεση μας για να αντιδράσουμε. Θεωρίες συνομωσίας;)
«Ίσως είναι ώρα να σκεφθούμε για ύστατα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν για την αντιμετώπιση αυτής της δημοσιονομικής κρίσης», εκτιμά ο David Maki, οικονομολόγος της JP Morgan.
«Ίσως να έχει έλθει πλέον η ώρα για την Ευρωζώνη να προχωρήσει σε πιο δραστικά μέτρα, έτσι ώστε να αποτρέψει τον κίνδυνο η δημοσιονομική κρίση να εξελιχθεί σε καθολική χρηματοοικονομική κρίση, που θα ωθήσει και πάλι τη ζώνη του Ευρώ σε οικονομική ύφεση», συμπληρώνει ο κύριος Maki.
Σύμφωνα με τον ίδιο, μια συμφωνία για οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα, ίσως να μην είναι αρκετή να δώσει ένα τέλος στην κρίση που «μαίνεται» στις ευρωπαϊκές αγορές και οι κυβερνήσεις ενδεχομένως να πρέπει να έχουν έτοιμο ένα εφεδρικό σχέδιο για την Ευρωζώνη στο σύνολό της . Ο κ. Maki υπολογίζει ότι, με βάση το χειρότερο σενάριο - δηλαδή οικονομικής στήριξης Ελλάδας, Ισπανίας, Πορτογαλίας και Ιρλανδίας - το ύψος του συνολικού πακέτου στήριξης ενδεχομένως να προϋποθέτει κεφάλαια, ισοδύναμα με το 8% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος των υπολοίπων χωρών, το οποίο ισοδυναμεί με περίπου 600 δις ευρώ.
«Η ΕΚΤ ίσως να χρειασθεί να αναλάβει κάποιο ρόλο, παρόλο που οι «ρίζες» της κρίσης είναι δημοσιονομικές», εκτιμούν οικονομολόγοι της Citigroup. «Η ΕΚΤ ίσως να αρχίσει να δέχεται ως εγγύηση όλα τα κρατικά χρεόγραφα, ανεξαρτήτως αξιολόγησης και να επαναφέρει την πολιτική απεριόριστου δανεισμού για χρονική περίοδο μέχρι ενός έτους, ώστε να στηρίξει τις τράπεζες της περιοχής», αναφέρει οικονομολόγος της Royal Bank of Scotland.
ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΗΣ ΕΕ
Η ευθύνη λοιπόν της ΕΕ, πολύ περισσότερο της Ευρωζώνης, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας, αφού φαίνεται ότι μας εγκατέλειψε στην τύχη μας, χωρίς καθόλου να ενδιαφερθεί για όλους εμάς τους Έλληνες Πολίτες - οι οποίοι «ονειρευόμαστε» μία Ευρώπη των Πολιτών της. Άλλωστε, ένας από τους βασικότερους λόγους της κερδοσκοπικής επίθεσης που δεχθήκαμε, ήταν το γνωστό μας «The game is over», όπως επίσης η πρόσφατη «σπουδή» της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, υπό το γερμανό διευθυντή της, να ανακοινώσει την αυξητική «διόρθωση» του ελλείμματος μας το 2009 - ταυτόχρονα σχεδόν με τη διπλή υποτίμηση της πιστοληπτικής μας ικανότητας από την Moody’s, την οποία ακολούθησε «κατά πόδας» η S&P.
Ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία, η «δήθεν» καθυστέρηση της οποίας οδήγησε τη χώρα μας στη «διπλή δικτατορία»,
(α) αυτήν του αιμοβόρου χρηματοπιστωτικού κερδοσκοπικού κεφαλαίου, η οποία «εκφράζεται» μέσω του ΔΝΤ καθώς επίσης
(β) αυτήν του Γερμανικού Ολοκληρωτισμού
είχαμε αναφέρει ότι: “Εάν θα είμαστε αναγκασμένοι να επιλέξουμε «μεταξύ δύο κακών το καλύτερο», το ΔΝΤ δηλαδή ή τη γερμανική ηγεμονία, θα επιλέγαμε χωρίς δεύτερη σκέψη το ΔΝΤ. Οι ευθύνες αυτής της χώρας για τη σημερινή μας θέση, όπως και για την πιθανή κατάρρευση της Ευρωζώνης, είναι τεράστιες – ενώ επικεντρώνονται κυρίως στην απίστευτη αλαζονεία της, η οποία αποδεικνύεται σήμερα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η καγκελάριος της Γερμανίας είναι αυτή που «εμβολίζει» ολοκάθαρα τις προσπάθειες των υπολοίπων «εταίρων» μας για την παροχή του συμφωνηθέντος «πακέτου σωτηρίας» (αν και δεν χρειαζόμαστε κανένα «πακέτο», όχι μόνο γιατί δεν συμφωνεί το 70% των Ελλήνων, αλλά επειδή το μόνο που χρειαζόμαστε είναι η στήριξη των ομολόγων του δημοσίου από την ΕΕ) ισχυριζόμενη (κατά την πάγια τακτική του καθεστώτος της χώρας της) «απαγορεύσεις» του συντάγματος, καθώς επίσης αντιρρήσεις εκ μέρους των Γερμανών πολιτών – παρά το ότι έχει προηγηθεί από την ίδια την κυβέρνηση της μία απίστευτη, συλλογική «πλύση εγκεφάλου», με στόχο την εχθρική τοποθέτηση της γερμανικής κοινωνίας απέναντι στην Ελλάδα .
Περαιτέρω, έχουμε αναφέρει σε πολλά κείμενα μας, τα οποία έχουν επιβεβαιωθεί τόσο από Γερμανούς, όσο και από Ευρωπαίους ή Αμερικανούς «ειδήμονες», την ύπουλη «εκμετάλλευση» της Ευρωζώνης, εκ μέρους της Γερμανίας, με στόχο την αποκόμιση οικονομικών πλεονεκτημάτων, χωρίς την παροχή των παραμικρών ανταλλαγμάτων.
Προφανώς λοιπόν είμαστε αντίθετοι στις προσπάθειες αυτής της χώρας να υποδουλώσει τους «εταίρους» της, δημιουργώντας μία περιοχή χωρίς σύνορα (Ευρασία), υπό τη δική της ηγεμονία – ουσιαστικά δηλαδή την εκπλήρωση του «ναζιστικού ονείρου», χωρίς τη χρήση στρατιωτικών μέσων. Αν και φαίνεται λοιπόν ότι οι «βλέψεις» της αυτές έχουν γίνει πλέον κατανοητές, τόσο από την ΕΕ, όσο και από τις Η.Π.Α., θεωρούμε ότι αποτελούν τεράστια απειλή για τον υπόλοιπο πλανήτη – πόσο μάλλον για τη Δημοκρατία, η οποία καλείται ουσιαστικά να αντιπαρατεθεί ακόμη μία φορά με τον Ολοκληρωτισμό.
Κατ’ επέκταση, είμαστε της άποψης ότι είναι αδύνατον να εκπληρωθεί ποτέ το Ευρωπαϊκό όνειρο με τη σημερινή Γερμανία της Ανατολικογερμανίδας κυρίας Merkel εντός του. Γνωρίζοντας δε ότι η Γερμανία, πριν από την ένωση της, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη σημερινή, «θλιβόμαστε» περισσότερο παρά επικρίνουμε το «κατάντημα» της.
Συμπερασματικά λοιπόν, πόσο μάλλον όταν ο «γκεμπελικός» Τύπος της χώρας προτείνει με θράσος την «εθελουσία αποχώρηση» της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, ενώ συνεχίζει να «διακωμωδεί» με απίστευτη θρασύτητα τον Ελληνικό Πολιτισμό, τοποθετώντας μία τούρκικη σημαία στην Ακρόπολη, οι ευθύνες της Γερμανίας για την προσφυγή μας στο ΔΝΤ είναι τεράστιες - ενώ δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ποτέ μία πραγματικά ενωμένη Ευρώπη, εάν δεν «αποστασιοποιηθεί» εντελώς από τη Γερμανία. Φυσικά κάτι τέτοιο θα την οδηγούσε ακόμη μία φορά στην απομόνωση, με δυσοίωνες συνέπειες τόσο για τους Πολίτες της (οι οποίοι ήδη υποφέρουν τα πάνδεινα από τη σημερινή τους Εξουσία), όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο”.
ΟΙ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ ΜΑΣ
Περαιτέρω, αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουμε ρεαλιστικά την πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση μας «συνθηκολόγησε» (όχι οι Πολίτες), χωρίς να δώσει την παραμικρή μάχη (πως θα αντιδρούσαν αλήθεια οι Έλληνες το 1940, εάν αντί του «ΟΧΙ» ο τότε Πρωθυπουργός συμφωνούσε με την εισβολή του εχθρού – πόσο μάλλον πριν ακόμη πλησιάσει στα σύνορα;), θεωρούμε ότι οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο.
(α) Ένα από τα ενδεχόμενα είναι χωρίς καμία αμφιβολία η απομάκρυνση της κυβέρνησης, αφού πιθανολογούμε ότι, πολύ δύσκολα θα μπορέσει να αιτιολογήσει σους Έλληνες Πολίτες τόσο τα σφάλματα, όσο και, κυρίως, τη συμπεριφορά της (συνθηκολόγηση). Η «διάδοχος» όμως κατάσταση δεν είναι καθόλου εύκολο να προβλεφθεί, αφού αρκετές πολιτικές δυνάμεις της χώρας «συμμετείχαν» έμμεσα στη «παράδοση». Επομένως, πιθανότατα θα βρεθούμε αντιμέτωποι με συνθήκες «ακυβερνησίας», με όλα όσα δεινά κάτι τέτοιο συνεπάγεται.
(β) Ένα επόμενο είναι ο «αποπληθωρισμός» - μία τεράστια ασθένεια, την οποία οι ξένες δυνάμεις που διοικούν πλέον τη χώρα «απολυταρχικά», προσπαθούν να μας την παρουσιάσουν σαν «φάρμακο» . Φυσικά, στις σημερινές συνθήκες που «προγραμματίζονται», ο αποπληθωρισμός θα προέλθει από τη μείωση των αμοιβών των εργαζομένων, καθώς επίσης από την ανεργία (προβλέπεται να ξεπεράσει το 20%) – γεγονότα που θα συμβάλλουν στην τεράστια μείωση της ζήτησης, η οποία με τη σειρά της θα περιορίσει το ΑΕΠ, αυξάνοντας τη σχέση του δημοσίου χρέους προς αυτό, ενώ θα μηδενίσει τις νέες επενδύσεις, «υποτιμώντας» τις ήδη υπάρχουσες.
Σε τελική ανάλυση, η χώρα μας θα οδηγηθεί σε έναν καθοδικό σπειροειδή κύκλο χωρίς επιστροφή από τον οποίο πολύ δύσκολα θα ξεφύγει. Φυσικά η μείωση όλων των αξιών είναι δεδομένη, ειδικά αυτή των ακινήτων, η οποία θα εντείνει ακόμη περισσότερο την κρίση – με κίνδυνο να οδηγηθεί η χώρα τελικά στη πτώχευση, παρά τα όσα μέχρι τότε θα αναγκασθούν να υποστούν οι πολίτες της.
(γ) Ένα τρίτο ενδεχόμενο θα είναι η «μετάλλαξη» μας σε προτεκτοράτο , αφού ο δανεισμός μας όχι μόνο δεν θα αποπληρωθεί, αλλά θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο, σαν αποτέλεσμα της λεηλασίας του εθνικού πλούτου μας (δημόσιου και ιδιωτικού), από τους εισβολείς.
(δ) Επομένως, το τέταρτο ενδεχόμενο είναι η λεηλασία της χώρας με διάφορες μεθόδους αφού, όπως έχουμε ήδη αναφέρει,
“Το ΔΝΤ, έχοντας ουσιαστικά σαν στόχο την εξόφληση των δανειστών της «υπό κατάληψη» χώρας, περιορίζει τα μέγιστα τις δαπάνες, αυξάνει τη φορολογία (κυρίως των χαμηλών εισοδηματικών τάξεων) και «εκποιεί» δημόσιο πλούτο - έτσι ώστε, αφενός μεν να μην «διογκώνεται» το χρέος από τα ελλείμματα, αφετέρου δε να αποπληρώνεται, τόσο από τη φορολόγηση, όσο και από την πώληση των παγίων του δημοσίου. Όπως είναι κατανοητό, τόσο η μία μέθοδος, όσο και η άλλη, έχουν σαν αποτέλεσμα την ύφεση – άρα τη μείωση του ΑΕΠ. Με δεδομένο τώρα ότι η μείωση του ΑΕΠ αυξάνει το χρέος ως προς το ΑΕΠ, η χώρα εισέρχεται σε ένα ανατροφοδοτούμενο καθοδικό ρεύμα, με άγνωστη κατεύθυνση”
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα σημερινά, πρώτα μέτρα που ανακοινώθηκαν από την πολιτική ηγεσία της χώρας μας (της Γερμανίας/ΔΝΤ καλύτερα, αφού δεν έχουμε ουσιαστικά ελεύθερη κυβέρνηση – ενώ βέβαια δεν ψηφίσαμε ούτε την κυρία Merkel, ούτε τον κ. S.Kahn), αποδεικνύουν χωρίς καμία αμφιβολία τη θέση μας. Άλλωστε, η διεθνής επιβράβευση των μέτρων της «κυβέρνησης» μας ακολούθησε σχεδόν αμέσως μετά: υποβαθμίσθηκαν «ξαφνικά» εννέα μαζί τράπεζες μας από την Moody’s. Ολοκληρώνοντας, αναφέρουμε ακόμη μία φορά την περιγραφή του ΔΝΤ από το γνωστό καναδό οικονομολόγο:
“Όταν μία αντιπροσωπεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου «επισκέπτεται» μία χώρα, θέτοντας σαν προϋπόθεση για την εκχώρηση δανείων τον περιορισμό των κοινωνικών και λοιπών δαπανών, η διαφορά δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, σε σχέση με τη φυσική καταστροφή που θα προκαλούσε ένας βομβαρδισμός εκ μέρους του ΝΑΤΟ. Το ΔΝΤ απαιτεί το κλείσιμο νοσοκομείων, σχολείων και βιομηχανιών, με ένα πολύ χαμηλότερο κόστος «εισβολής» για τη Δύναμη που εκπροσωπεί, από αυτό που θα είχε ο ανελέητος βομβαρδισμός των νοσοκομείων, των σχολείων και των βιομηχανιών - όπως στο παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας. Το αποτέλεσμα όμως, για τη χώρα «υποδοχής» του, είναι σχετικά το ίδιο: Η απόλυτη καταστροφή της” (M.Chossudovsky).
Επίσης, συμπληρώνουμε ορισμένα γεγονότα, από την περιπέτεια της Βραζιλίας:
“Στην περίπου οκταετή «θητεία» μίας κυβέρνησης (1994-2002), αποτελούμενης χωρίς καμία αμφιβολία από τα ικανότερα άτομα της προικισμένης με τεράστιο ορυκτό και λοιπό πλούτο χώρας, εκποιήθηκε σχεδόν το σύνολο των κερδοφόρων, δημοσίων επιχειρήσεων της. Μοναδική εξαίρεση η εθνική εταιρεία Petrobras, η οποία παρέμεινε στην ιδιοκτησία του κράτους, χάρη στις τεράστιες «αμυντικές» προσπάθειες των εργαζομένων της. Η πολιτική ηγεσία της χώρας, αιτιολόγησε ως εξής τις ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων: «Οι κρατικές εταιρείες μας είναι υγιείς και εξαιρετικά κερδοφόρες. Θα χρησιμοποιήσουμε τα έσοδα από την πώληση τους, για να ελαφρύνουμε τα βάρη του λαού της Βραζιλίας, οδηγώντας τον στην ανάπτυξη».
Το αποτέλεσμα ήταν να πουληθούν πράγματι όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις, σε σχετικά συμφέρουσες τιμές για το κράτος. Όμως, τα δισεκατομμύρια δολάρια που εισπράχθηκαν, χάθηκαν στην κυριολεξία στον αέρα. Όπως υποθέτουν οι ειδικοί, ένα μέρος από αυτά χρησιμοποιήθηκε πράγματι για να καλύψει τα «παραδοσιακά» ελλείμματα του προϋπολογισμού. Ένα άλλο μεγάλο μέρος όμως, κατευθύνθηκε στο εξωτερικό – στους ιδιωτικούς λογαριασμούς υπουργών, δικαστών, στρατιωτικών, υψηλόβαθμων δημοσίων λειτουργών και τραπεζιτών .
Τέλος, σε σχέση με την εισβολή του ΔΝΤ για πρώτη φορά σε μία ανεπτυγμένη Οικονομία, οφείλουμε να επαναλάβουμε τις μεθόδους, οι οποίες πιθανότατα θα χρησιμοποιηθούν, έτσι ώστε να «ελαχιστοποιηθούν», όσο το δυνατόν, οι υγιείς κοινωνικές αντιδράσεις:
“Αντίθετα τώρα, στις οικονομίες που αναπτύσσονταν πλέον, υιοθετώντας συνήθως δημοκρατικά πολιτεύματα (πόσο μάλλον στις ανεπτυγμένες οικονομίες), η εφαρμογή των «ΔΝΤ-προγραμμάτων» απαιτούσε αυξημένες γνώσεις Πολιτικής, καθώς επίσης εξαιρετικά εκλεπτυσμένες μεθόδους. Για παράδειγμα, δημόσιες σχέσεις (καταχωρήσεις στις εφημερίδες, «θετικά» άρθρα από επιφανείς δημοσιογράφους, «ευμενείς» αναλύσεις από οικονομολόγους «υποχρεώσεις» των Πολιτών μέσω «διαγγελμάτων» της στρατευμένης πολιτικής κλπ) με στόχο την ωραιοποίηση της εισβολής, λεπτές πολιτικές διαπραγματεύσεις με έναν μεγάλο αριθμό «ιθυνόντων», θετική αντιμετώπιση εκ μέρους της «τοπικής» ελίτ και των Πολιτών κοκ”.
Βασίλης Βιλιάρδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου