Μα γιατί δεν έφτιαξαν κι ένα υπουργείο Μετονομασίας; Αυτό αναρωτήθηκα μόλις ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έπαψε να διαβάζει τον κατάλογο με τα ονόματα των νέων υπουργών και τους τίτλους των υπουργείων τους. Και δεν δίστασα να αναρωτηθώ φωναχτά. Δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, ακόμα και στον ευλογημένο τόπο μας, όπου πίνουμε απογευματινό καφέ γύρω στις εννιά το βράδυ και ψάχνουμε για τσιπουράδικο μεσανυχτιάτικα, ένιωθα ότι μου επιτρεπόταν να μιλήσω δυνατά χωρίς τον φόβο ότι θα με ακούσουν οι γείτονες.
Αλλωστε, όσοι δεν βρίσκονταν ήδη στο γλυκό πρωτοϋπνι τους, σίγουρα θα αγρυπνούσαν από την αγωνία τους για τον ανασχηματισμό. Πώς λοιπόν να μην αναρωτηθείς γιατί οι ευρηματικοί άρχοντες του ΠΑΣΟΚ δεν επινόησαν κι ένα υπουργείο Μετονομασίας όταν ακούς ότι ναυπηγήθηκε υπουργείο Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (αλήθεια, γιατί δεν το πρόσφεραν στον κ. Παπουτσή, ειδήμονα των θεμάτων αυτών από τον καιρό του «Σαμίνα») ή ότι δημιουργήθηκε υπουργείο Υγείας, Αθλησης και Διατροφής, ώστε να μη μείνει δίχως παρέα το υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης ή το υπουργείο Παιδείας, Διά βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων. Βέβαια, με το υπουργείο Υγείας, Αθλησης και Διατροφής υπήρξε κάποια σύγχυση, αφού με αυτό το όνομα ανακοινώθηκε κατ’ αρχάς, με άλλο όμως καταγράφτηκε από τις μισές εφημερίδες (υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης), και ποιος ξέρει με ποιο θα παραδώσει το πνεύμα στον επόμενο ανασχηματισμό· αλλά δεν πειράζει, και η πλατεία Κοτζιά με τρία ονόματα κυκλοφορεί (και Δημαρχείου και Εθνικής Αντίστασης) και κουτσά-στραβά τη βρίσκουμε. Κι ύστερα, με τόση αναβαπτιστική προπέτεια, λογικό είναι να μη γνωρίζει κάποια στιγμή η δεξιά τι ποιεί η αριστερά, αν υποθέσουμε ότι εξακολουθεί να υπάρχει αριστερά στο ΠΑΣΟΚ.
Εκτός από τους ίδιους τους πολιτικούς που αναλαμβάνουν τα ηνία υπουργείων με λερναίο ή σιδηροδρομικό όνομα, καθώς και τους συγγενείς τους, δεν πιστεύω πως είναι πολλοί όσοι θυμούνται τους πλήρεις τίτλους τους. Μια σχετική δημοσκόπηση θα έδειχνε πως ελάχιστοι έχουν πειστεί να αποκαλούν υπουργείο Προστασίας του Πολίτη το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως και επίσης ελάχιστοι βρίσκουν λόγο να λένε ολόκληρο το μακρόσυρτο υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Διακαιωμάτων, εκτός πια και θέλουν να σαρκάσουν συλλαβίζοντας αυτή την τόσο ευχάριστη Διαφάνεια ή τα εύηχα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Πολλοί βέβαια θα ήταν και οι δημοσκοπούμενοι που θα δήλωναν ότι πληροφορήθηκαν την ύπαρξη αρκετών υπουργών και υφυπουργών μόνο και μόνο επειδή ξανάκουσαν το όνομά τους με τον ανασχηματισμό, αφού στους δέκα τόσους μήνες ούτε το χαρτοφυλάκιό τους είχε αποκτήσει συγκεκριμένο περιεχόμενο ούτε οι αρμοδιότητές τους είχαν προσδιοριστεί αυστηρώς. Αλλά η αναγνωρισιμότητα δεν είναι το παν· μπορεί κάποιος να κάνει καλά τη δουλειά του και δίχως να συχνάζει στην τηλεόραση, ή μάλλον μόνο τότε έχει κάποιες πιθανότητες να ασχοληθεί με την καθαυτό δουλειά του.
Μολαταύτα, ένα υπουργείο Μετονομασίας, οργουελιανών ή μη προδιαγραφών, θα ήταν απολύτως χρήσιμο. Θα οργάνωνε την ονοματοδοτική μανία που διακρίνει το ΠΑΣΟΚ σχεδόν από την ίδρυσή του. Αυτό το αναβαπτιστικό πάθος δεν είναι παρά ένα τμήμα του γενικότερου γλωσσικού πάθους των πρασίνων, τα αποτυπώματα του οποίου είναι σαφή πάνω στο σώμα της γλώσσας. Και, προς Θεού, δεν μιλάω εδώ για τις γλωσσικές αστοχίες είτε του κ. Σημίτη είτε του κ. Γ.Α. Παπανδρέου αλλά για τη ροπή των στελεχών του ΠΑΣΟΚ αφενός να κατασκευάζουν νέες λέξεις (δεν τους χρωστάμε τάχα τον «ετεροχρονισμό» και την «ανωτατοποίηση»;), όχι τόσο προς ερμηνεία των πραγμάτων όσο προς συσκότισή τους, και αφετέρου να χρησιμοποιούν με ακόρεστη ηδονή τα τεχνάσματα του ευφημισμού.
Είναι να μην πιστέψεις ότι μπορείς να δημιουργήσεις τον κόσμο όλον ή να τον αλλάξεις διά του λόγου σου και μόνο. Τότε ή που θα καταπιαστείς με την ποίηση, με μάλλον μέτρια αποτελέσματα, ή που θα σε καταντήσει άθυρμά της η οίηση και πια θα ασκείς την πολιτική σαν ένας μικροθεός, βέβαιος ότι εκείνο το «είπε και εγένετο» των Γραφών αφορά τη χάρη σου. Το ’χουν αυτό στο ΠΑΣΟΚ, γι’ αυτό και φέρονται σαν αλχημιστές των λέξεων, γι’ αυτό και εμπιστεύονται τη θαυματουργική ικανότητα της ρητορικής τους.
Ακριβώς με το «είπε και εγένετο» κατά νουν, ο κ. Παπανδρέου διατράνωσε την πεποίθησή του ότι για την κυβέρνησή του «ο φόρος δεν είναι χαράτσι, είναι αλληλεγγύη». Το γεγονός ότι με την αλλαγή των ονομάτων δεν σημειώθηκε η παραμικρή μεταβολή των πραγμάτων δεν τον εμπόδισε να επαναλάβει το εύρημά του. Εδώ που τα λέμε πάντως, δεν πρόκειται ακριβώς για εύρημα και καινοτομία: Πάνε δυόμισι χιλιάδες χρόνια, όπως λέει ο Πλούταρχος βιογραφώντας τον Σόλωνα, από τότε που οι Αθηναίοι, επινοητές της δημοκρατίας αλλά και μάστορες της δημαγωγίας, μετονόμασαν τους φόρους σε συντάξεις, ώστε ν’ ακούν γλυκότερα τη λέξη οι υπόχρεοι.
Και δεν εξάντλησαν το μετονομαστικό τρικ στην αναβάπτιση αυτής μόνο της λέξης αλλά το χρησιμοποίησαν κατά κόρον, «τας των πραγμάτων δυσχερείας ονόμασι χρηστοίς και φιλανθρώποις επικαλύπτοντες αστείως υποκορίζεσθαι». «Εκείνο πάλι που λέγεται από τους νεότερους», διαβάζουμε λοιπόν στον Πλούταρχο (στη μετάφραση του Ανδρ. Ι. Πουρνάρα, εκδ. Πάπυρος), «ότι οι Αθηναίοι ντύνουν την ωμότητα των πραγμάτων με πολιτισμένες ευφημιστικές λέξεις και ονομάζουν τις πόρνες “εταίρες”, τους φόρους “συντάξεις”, τις φρουρές των πόλεων “φυλακές” και το δεσμωτήριο “οίκημα”, φαίνεται επινόηση του Σόλωνος που πρώτος ονόμασε την απόσβεση των χρεών “σεισάχθεια”».
Αφού σημειώσω, παρεμπιπτόντως, ότι η λέξη «φυλακή» εμφανίζεται με θετική αξία στους αρχαίους Αθηναίους, ενώ ξέρουμε ποιο νόημα τη βαραίνει στα χρόνια μας (άρα, μάλλον δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τον ενσωματωμένο αυτόματο μεταφραστή που υποτίθεται ότι διαθέτουμε εκ γενετής), επανέρχομαι στην πρόταση δημιουργίας ενός υπουργείου Μετονομασίας ή Αναβαπτίσεως, το οποίο καλό θα ήταν να διαθέτει έναν υπουργό, δύο αναπληρωτές και τέσσερις υφυπουργούς, και επειδή η δουλειά του προβλέπεται τεράστια και επειδή φρόνιμο είναι να βολεύονται όλες οι φράξιες και οι περιφέρειες.
Με οδηγό τον ορισμό «έστι το σχήμα ευφημισμός, αγαθή κλήσει περιστέλλον το φαύλον», που οφείλουμε στον λογιότατο Βυζαντινό Ευστάθιο Θεσσαλονίκης, σχολιαστή των ομηρικών επών, το εν λόγω υπουργείο, εκμεταλλευόμενο τη μακρά πασοκική πείρα, θα μπορούσε να επιδοθεί στην παραγωγή ευοίωνων ονομάτων προς επικάλυψη των δυσοίωνων πραγμάτων.
Πώς λέμε γλυκάδι το ξίδι;
Ε, έτσι να μας μάθει να λέμε Ευλογία το Μνημόνιο, συντονισμό το σκορποχώρι, πετρέλαιο θέρμανσης το πετρέλαιο κίνησης και άμεση λαϊκοσυμμετοχική δημοκρατία την ενός ανδρός αρχή. Κι αν φανούμε κακοί μαθητές, ας μας υποχρεώσει διά νόμου. Η Νέα Ομιλία δεν ανέχεται αντιρρήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου