Ελευθέριος Ανευλαβής
Οι καλοί δεν νικήθηκαν γιατί ήταν καλοί,
Αλλά γιατί ήταν ανήμποροι.
Μπρεχτ.
Ονειρεύομαι πατρίδα περήφανη, που μας χωρά όλους μέσα της. Να την αγαπάμε κι όχι να την καπηλευόμαστε, ανεμίζοντας, της λέξης το κουφάρι, αδειανό πουκάμισο, τρύπια σημαία να την καίνε τ΄ αλητόπαιδα και να την πορνεύουν οι πατριδέμποροι.
Μια πατρίδα, που δεν θα την βρωμίζουν οι άχρηστοι καπάτσοι υπομείονες (χαφιέδες), πατώντας τους άξιους και άδολους• ούτε, θα την προδίδουν οι μίσθαρνοι αδερφοφάγοι, ντόπιοι εφιάλτες• οι λιποτάκτες της κρίσιμης ώρας. Μια πατρίδα που οι πρόγονοι, εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, μας την παρέδωσαν «ελευθέραν δι’ αρετήν: ένεκα της ανδρείας των» και ελεύθερη, απ’ όλες τις δουλείες, να την αφήσουμε και μείς στα παιδιά μας. Κι ας εκβιάζουν τα δολερά, αργυρώνητα παγκόσμιοποιημένα κοράκια.
«Η Ελλάδα με την αρετή κατορθώνει να αντιμάχεται τη φτώχια και την σκλαβιά: Αρετή διαχρεωμένη: Η Ελλάς την τε πενίην απαμύνεται και την δεσποσύνην», φωνάζει ο Ηρόδοτος μέσα από τους αιώνες. Κι ίδιος συμπληρώνει: «Τους Έλληνες ενωμένους είναι δύσκολο να τους νικήσουν ακόμα κι αν όλοι οι άλλοι μαζευτούν μαζί: Κατά μεν το ισχυρόν Έλληνας ομοφρονέοντας … χαλεπούς είναι περιγίγνεσθαι και άπασι ανθρώποισι».
Ονειρεύομαι νέους, ολόφωτους, αλήτες της σκέψης, που ανοίγουν πανιά για το ουράνιο τόξο της ανιδιοτέλεια και της ακριβής ελευθερίας, εξοργισμένοι με τον πλανήτη των ηλιθίων, που εξαθλιώνει τους στερημένους και αποβλακώνει αυτούς που σκέφτονται με την κοιλία τους.
Νέους, που καίνε την καρδιά τους, όχι την πόλη τους, καύσιμο για το ολόφωτο ταξίδι τους, κι όχι καύσιμο μίσους, για μια κοινωνία που τους ξέχασε. Που τους φέρεται σαν μητριά κακή. Και δικαιολογημένα τη μισούν, με το μίσος της προδομένης αγάπης.
Νέους με τον ιδρώτα της προσπάθειας στα χείλη και την πρώιμη ρυτίδα της ευθύνης στο μεσόφρυδο.
Όχι νεσκαφεδορουφήχτρες, φραπεδόμαγκες, φρεντοφλώρους και τουρμποανόητους, ιντερνετοηλίθιους, αργόσχολους υπαλλήλους της ρουτίνας και του συρμού. Με IQ τηλεθέασης και λόγο νέο-νεάντερταλ, «πολιτισμένου».
Ονειρεύομαι παιδιογέροντες, που ώριμοι, γεραροί και όχι γερασμένοι, εξακολουθούν να δικαιώνουν το μέλλον και την πρόοδο, ό,τι είναι, αληθινά, καινούργιο και να αθωώνουν το παρελθόν, με μεγαλοψυχία. Γιατί γνωρίζουν πως το παρελθόν είναι η μαμή του αύριο. Το παρόν, μια στιγμή μοναχά είναι «κι αν πρόλαβες είδες», κατά πως λέει ο Ελύτης.
Παιδιογέροντες, που ζούνε τη ζωή, για να μην αφήσουν «τίποτα στον θάνατο παρά μόνο τις στάχτες» τους, όπως φωνάζει ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη.
Παιδιογέροντες, που είναι αιρετικοί, δηλαδή, παραμένουν γνήσιοι και ειλικρινείς και όχι αρτηριοσκληρωμένα ανθρωπάρια στα πρόθυρα εγκεφαλομαλάκυνσης, από την αδράνεια και τη βαρεμάρα. «Γέρων δε Έλλην ούκ έστιν. Νέοι εστέ τα ψυχάς πάντες», φωνάζει ο Πλάτων.
Ονειρεύομαι ανθρώπους, που στέκονται, πάντα, γενναίοι και δυνατοί, μονάχοι μέσα στην «απέραντη ερημία του πλήθους», του Αναγνωστάκη. «Πάντα ύποπτοι για την ομάδα, σαν την αλήθεια», όπως γράφει ο Άρης Αλεξάνδρου. Ανθρώπους, που σκορπάνε, μεγαλόκαρδα, την καρδιά τους όχι για να δώσουν ελεημοσύνη ενοχής, αλλά για να πάρουν από το βάρος της δυστυχίας του ανθρώπου.
Ονειρεύομαι ανθρώπους, που βάζουν φωτιά στα ηλίθια αυτονόητα, χωρίς να λογαριάζουν την ποινή του εμπρηστή. Γιατί ο Προμηθέας δεν πέθανε εντός τους. Και κραυγάζει, ο δεσμώτης, καρφωμένος στον βράχο του Καυκάσου: «Ποιο λίγο κι απ’ το τίποτα με μέλει εμένα ο Δίας: Εμοί δ’ έλασσον Ζηνός ή μηδέν μέλει.».
Ονειρεύομαι ανθρώπους, που όχι μόνον δεν φθονούν όσους βαθυπλουτίζουν, μα τους απεχθάνονται, γιατί ξέρουν το: «Ουθείς επλούτησε ταχέως δίκαιος ων», του Μενάνδρου, και το: «Ουκ έστι, μη αδικούντα, πλουτείν», του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Και επίσης ξέρουν, «δε φύτρωσε χειρότερη εφεύρεση στον κόσμο σαν το χρήμα.
Αυτό γκρεμίζει πόλεις, ανθρώπους ξεσπιτώνει… μαθαίνει τον άνθρωπο να γίνει κάλπης και να κατέχει μύριες όσες βρομιές: Ουδέν γαρ ανθρώποισιν οίον άργυρος κακόν νόμισμ’ έβλαστε. Τούτο και πόλεις πορθεί… πανουργίας δ’ έδειξεν ανθρώποις έχειν και παντός έργου δυσέβειαν ειδέναι», όπως διδάσκει ο Σοφοκλής.
Ανθρώπους, που για ανεκτίμητο θησαυρό έχουν τη καθαρή καρδιά τους και τη μεγάλη τους ψυχή. Και πορεύονται, αταλάντευτοι, τον δρόμο προς την πύλη της δικαιοσύνης. «Εν δικαιοσύνη συλλήβδην πασ’ αρετή.». (Θεόγνις).
Ονειρεύομαι ανθρώπους, που κι αν τους στήνουν καρτέρι στον δρόμο οι ύαινες, που κι αν τους επιβουλεύονται τόσοι και τόσοι, αυτοί όρθιοι, με τον ορθό λόγο στα χείλη και την φλόγα της αγάπης στην καρδιά, κάνουν τις ύπουλες, σαρκοβόρες ύαινες να λουφάξουν.
Ανθρώπους, που αποκτούν τους φίλους τους όχι ευεργετούμενοι από αυτούς, αλλά ευεργετώντας τους. «Κτώμεθα γαρ τους φίλους ουκ ευ πάσχοτες αλλά δρώντες», λέει ο Περικλής στον επιτάφιο λόγο του.
Ονειρεύομαι ανθρώπους, που ξέρουν, πως αυτός ο κόσμος, «ο μικρός ο μέγας, του Ελύτη, είναι μοναδικός και ο μοναδικός μας κόσμος, τον οποίον, η σκέψη μας, που τον περιέχει, τον ξανοίγει στο άπειρο του ουρανού και του Θεού. Του Θεού, που μας περιέχει και τον περιέχουμε, Θεοδόχοι, εμείς, του εντός μας Θεού, ως Λόγο. «Και Θεός ην ο Λόγος» (Ιωάννης ο Ευαγγελιστής).
Ανθρώπους, που δεν είναι λιποτάκτες του πνεύματος και της αληθινής ζωής, για να επαιτούν μιαν άλλη ζωή, κάπου αλλού, στο αόρατο μέλλον. Που «μισούν όχι αυτούς που τους πήραν τον ουρανό αλλά αυτούς που τους στέρησαν τη γη». Που ξέρουν πως: «Θεοί κι οξαποδώ, κει δεν είναι παρά δω». Πως: «Αλλιώς δεν είν' ο αληθινός κι αλλιώς ο ψεύτικος ντουνιάς», κατά πως λέει ο Βάρναλης.
Ονειρεύομαι ανθρώπους, που θαρραλέα και τίμια λένε: δεν σε ξέρω, μπορεί να είμαστε συνταξιδιώτες, μα αυτό δεν μας κάνει ίδιους. Ποτέ δε σε είδα στη γειτονιά των ονείρων μου και απ' την οδό των πόθων μου δεν πέρασες ποτέ. «Όχι δεν πιάνω το χέρι σου. Θα κλέψεις το σχήμα του δικού μου», φωνάζουν μαζί με τον Μανόλη Αναγνωστάκη.
Ονειρεύομαι ανθρώπους, που ξέρουν πως ποτάμι είναι ο άνθρωπος και τρέχει πάντα προς τη μεγάλη θάλασσα, τη στοργική του μάνα, που θα τον αγκαλιάσει ξεπλένοντας τους ρύπους της ζωής. «Πλυνέουσα τα ρερυπωμένα» (Οδύσσεια). Και με το σύννεφο της βροχής, ξανανιωμένον, θα τον βρέξει μες’ την καινούργια του πηγή.
«Μάνα μου όλα τελειώνουν κι όλα γίνονται ξανά, όμως τούτη η θητεία δεν τελειώνει πουθενά», όπως τραγουδάει ο δικός μας Νιόνιος, των εκδρομέων του εξήντα και, τώρα, δρομέων των εξήντα και... .
Ονειρεύομαι ανθρώπους, που δεν θέλουν να χειροκροτούν, ούτε θέλουν να χειροκροτούνται, γιατί σιχάθηκαν και τους παλαμακιστές (αυτοί που χτυπάμε παλαμάκια) και τους παλαμακιζόμενους (αυτοί που τους χτυπάνε παλαμάκια).
Ανθρώπους, που προχώρησαν πολύ μπροστά, από τον μέσο όρο και δεν ανήκουν πουθενά, παρά μόνο στον Άνθρωπο και σε ανθρώπους άξιους, για το ανθρώπινο όνομα. «Ανέβηκαν ψηλά, πολύ ψηλά. Δύσκολο πια να χαμηλώσουνε». Να ζήσουνε σκλάβοι της συνήθειας, σε μιαν επίπεδη πεδιάδα. «Οι διαλεχτοί των κριμάτων», του Οδυσσέα Ελύτη.
Ονειρεύομαι ανθρώπους, που κρατούν αναμμένη τη δάδα της γνώσης. Που ξέρουν πως η γνώση είναι μεταδοτική και την μεταδίδουν, για να φωτίζει το μυαλό, χωρίς να καίει την καρδιά και να κάνει στάχτη την ψυχή. «Είθε να γίνεις αυτός που είσαι μαθαίνοντας: Γένοι’ οίος εσσί μαθών», τραγουδάει ο Πίνδαρος.
Ονειρεύομαι ανθρώπους, που σταυρωμένοι «πάνω στον σταυρό της εσταυρωμένης συνείδησης, της οποίας ο σταυρός είναι η αμφιβολία» κατά τον Γιάσπερς, με απελπισία: «άπω ελπίδα» του Ελύτη, ελπίζουν. Μην απελπίζεστε ο ένας σώθηκε. Απελπιστείτε ο ένας χάθηκε. Ανθρώπους ζωντανούς αγκαλιά με το θάνατο, στο περήφανο, αλλόκοτο, ζευγάρι του μυστηρίου της ζωής.
Ονειρεύομαι ανθρώπους, που οδυσσεύουν (οδυσσεύω: περιπλανιέμαι στη θάλασσα σαν τον Οδυσσέα. Δικός μου νεολογισμός.) τις θάλασσες της ζωής, με νήπιους συντρόφους, αντάμα. Δεν ξέρουν αν θα φτάσουν στην Ιθάκη τους. Όμως αυτήν έχουν μοναδικό ιδανικό σκοπό, γιατί ξέρουν, πως μόνο κυνηγώντας το ιδανικό μπορούν να προσεγγίσουν το πραγματικό. Κι’ ας τους προδίδουν οι νήπιοι σύντροφοι, οπαδοί του κοπαδιού του μέσου ορού.
Ονειρεύομαι ανθρώπους, που πολεμούν την αυθαιρεσία της εξουσίας και ξέρουν, πάντα αγενείς προς την εξουσία, πως η αυθαιρεσία της εξουσίας υπάρχει όσο την αποδέχεσαι. Και αποδεχόμενος την νομιμοποιείς.
Ονειρεύομαι…
«Μετά την επικράτησιν της … επαναστάσεως στήθηκε … χάλκινος ανδριάς του… . Όμως, καθώς τις νύχτες … ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντικότα … ο προκαλούμενος θόρυβος ήτανε τόσο .. εκκφαντικός, που στεκόταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι …
Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, δια καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την κατεδάφιση του μνημείου...
Τι ζητούσες στη Λάρισα, Συ, Ένας Υδραίος;» (Νίκος Εγγονόπουλος)
Ονειρεύομαι, …
τον Άνθρωπο, μέσα στην απελπισία, μια «άπω ελπίδα»,
«Για να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση» (Γ. Ρίτσος).
«Θαρσείν χρη• αύριον έσσετ’ άμεινον
Θάρρος• το αύριο θα είναι καλύτερο»
Θεόκριτος
(ελευθερίως, παραφρασμένος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου