«Πρώτον από πρακτικής απόψεως το περιορισμένο ανθρώπινο δυναμικό στο τουρκικό διπλωματικό σώμα, όσο και η πολιτική που ασκεί η Τουρκία περιορίζουν τις δυνατότητες άσκησης μιας ευρύτερης τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Δυσκολεύουν τη χώρα να παίξει το ρόλο που θα ήθελε να παίξει. Π.χ. στο θέμα των κυρώσεων κατά του Ιράν. Η άρνηση της να τις αποδεχτεί, προκάλεσαν προβλήματα στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ και εν μέρει με την ΕΕ.»
Οι φιλοδοξίες της Άγκυρας για ρόλο περιφερειακής δύναμης και τα ελληνοτουρκικά
Ο πολιτολόγος Χάιντς-Γιούργκεν Αξτ
Η νέα εξωτερική πολιτική της Άγκυρας έχει ως σύνθημα τη στρατηγική των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες. Αυτό σημαίνει πρώτα απ’ όλα διευθέτηση περιφερειακών εκκρεμοτήτων και σύναψη ιστορικής σημασίας συμφωνιών με χώρες, όπως π.χ. η Αρμενία.
Όπως όμως διαπιστώθηκε στο διήμερο συμπόσιο στο Βερολίνο η στρατηγική αυτή δεν ισχύει ούτε για το κυπριακό, ούτε για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις - παρά τις όποιες συμφωνίες που υπεγράφησαν κατά τη πρόσφατη επίσκεψη του Τούρκου πρωθυπουργού Ερντογάν στην Αθήνα.
Αυτό που συνέβη στην ελληνική πρωτεύουσα έχει περισσότερο σχέση με μάρκετινγκ παρά με σοβαρή ενασχόληση με την ουσία των ελληνοτουρκικών διαφορών, εκτιμά ο Γερμανός καθηγητής πολιτικών επιστημών Χανς-Γιούργκεν Άξτ: «Πιστεύω ότι η Τουρκία έχει παραφορτωθεί, γιατί βάζει στην ατζέντα της προβλήματα που απασχολούν τη διεθνή κοινότητα, όπως το ιρανικό , το μεσανατολικό, το παλαιστινιακό. Έτσι για να τα διαχειριστεί αναγκάζεται να επικεντρώσει τις προσπάθειες της σε αυτά. Οπότε δεν διαθέτει περιθώρια για πρωτοβουλίες που θα στοχεύουν στην εξομάλυνση των σχέσεων της με την Αθήνα. Εξάλλου η οικονομική κρίση στην Ελλάδα δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για πρωτοβουλίες.»
Αυτό σημαίνει ότι η κατάσταση στο Αιγαίο με την παραβίαση του ελληνικού εναερίου χώρου από τα τουρκικά μαχητικά και η αναχαίτισή τους θα παραμείνει αμετάβλητη.
Το θετικό σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι υπάρχει μια ρουτίνα, υποστηρίζει ο κ. Αξτ. Έλληνες και Τούρκοι στρατιωτικοί στο Αιγαίο ακολουθούν πιστά πάντα τις ίδιες διαδικασίες, οπότε ο καθένας γνωρίζει μετά από μια συγκεκριμένη κίνηση τι ακριβώς προτίθεται να πράξει ο άλλος.
Κάπως διαφορετική είναι η κατάσταση στο κυπριακό. Διότι ναι μεν η Άγκυρα έχει σταματήσει να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες μετά το δημοψήφισμα του 2004 για το σχέδιο Ανάν, αλλά επιτρέπει στους Τουρκοκύπριους να διαπραγματευτούν μια λύση.
«Η Άγκυρα είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί σχεδόν κάθε αποτέλεσμα», πιστεύει ο κ. Αξτ, με μια ουσιαστική προϋπόθεση, η οποία άλλωστε προβλεπόταν και στο σχέδιο Ανάν: «η όποια λύση θα πρέπει να προβλέπει τη παραμονή ενός, έστω και μικρού αριθμού Τούρκων στρατιωτών στο Βορρά. Το ζητούμενο είναι αν θα το δεχθούν οι Ελληνοκύπριοι. Εφ’ όσον στόχος τους είναι η αποστρατικοποίηση της Κύπρου».
Ορισμένοι αναλυτές χαρακτηρίζουν τη νέα εξωτερική πολιτική της Τουρκίας ως «νέο-οθωμανική». Όμως ανεξάρτητα από πιθανές βλέψεις της Άγκυρας να αποκτήσει επιρροή στις άλλοτε περιφέρειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα πρέπει να εξετάσει κανείς, αν οι λαοί θα αποδέχονταν μια τουρκική κηδεμονία. Και τουλάχιστον για τα Βαλκάνια η απάντηση είναι ένα σαφέστατη: σε καμία περίπτωση. Τα βαλκανικά κράτη πέραν των σχέσεών τους με την Τουρκία επιδιώκουν όλα να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Πέραν τούτου όμως όπως υπογραμμίζει ο Ντούσαν Ρέλιτς, από το Ίδρυμα Επιστήμη και Πολιτική του Βερολίνου «Η Τουρκία δεν διαθέτει ούτε τα οικονομικά, ούτε τα πολιτικά, ούτε τα στρατιωτικά, ούτε καν τα πολιτιστικά εφόδια για να διαδραματίσει το ρόλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκείνο που είναι σε θέση να κάνει η Άγκυρα στα Βαλκάνια είναι να μεσολαβήσει ανάμεσα σε ορισμένες μουσουλμανικές ομάδες στην Βοσνία, να ασκεί κάποια επιρροή στο Κοσσυφοπέδιο και ίσως στους μουσουλμάνους στο Σάντζακ της Σερβίας.»
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου