Πριν από είκοσι χρόνια, άρτι ενοποιηθείσα η Γερμανία, στην πρώτη πράξη «στρατηγικής ενηλικίωσής» της, «αποτέλειωσε» την πολυεθνική, ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία, επιβάλλοντας στους εταίρους της την αναγνώριση των Δημοκρατιών. Το αποτέλεσμα ήταν, πρώτον, μια αλυσίδα πολέμων που κατέστρεψαν τη Βαλκανική χωρίς να λύσουν κανένα της πρόβλημα, δεύτερον, ο θάνατος, εν τη γενέσει της, της κοινής εξωτερικής – αμυντικής πολιτικής της Ευρώπης και, τρίτον, η πανηγυρική επιστροφή των ΗΠΑ σε ρόλο απολύτου κυρίαρχου στη Νοτιανατολική Ευρώπη.
Όλα αυτά όμως θα μοιάζουν με απλό πταίσμα, συγκρινόμενα με όσα μπορεί να συμβούν τώρα, ως αποτέλεσμα του δογματικού και ακραία εγωιστικού και κοντόφθαλμου τρόπου με τον οποίο το Βερολίνο υπερασπίζεται τους κανόνες του Μάαστριχτ, διατεθειμένο, κατά τα φαινόμενα, να ρίξει έναν ή περισσότερους εταίρους του, και μάλιστα του «σκληρού πυρήνα» της Ευρωζώνης, στον «Καιάδα» μιας οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής.
Τώρα, με την «ελληνική», αύριο με την «ισπανική», «πορτογαλική» ή κάποια άλλη κρίση, το διακύβευμα δεν είναι απλώς η κοινή ευρωπαϊκή πολιτική και η μοίρα των Βαλκανίων, αλλά η ίδια η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης που κινδυνεύει να πεθάνει μαζί με το κοινό νόμισμά της, όπως ήδη σημειώνουν οι πιο οξυδερκείς πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές στην Ευρώπη, και διεθνώς. Αν το 1990-1991, η γερμανική πολιτική εδραίωσε το… ρόλο των ΗΠΑ στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, η σημερινή γερμανική πολιτική οδηγεί στη σταθεροποίηση για δεκαετίες του κλονιζόμενου σήμερα ηγεμονικού τους ρόλου στα ευρωπαϊκά, αν όχι παγκόσμια πράγματα.
Ιστορικά σφάλματα
Τέτοια κολοσσιαία ιστορικά σφάλματα δεν είναι πρωτόγνωρα στη γερμανική ιστορία: σήμερα το Βερολίνο υπερεκτιμά την οικονομική του δύναμη, όπως υπερτίμησε τη στρατιωτική του στις δεκαετίες του 1910 και 1930, συμβάλλοντας στην καταστροφή της Ευρώπης και της ίδιας της Γερμανίας με τους δύο παγκοσμίους πολέμους.
Το Βερολίνο είναι το κυρίως ωφελημένο από την καθιέρωση του κοινού νομίσματος και τον τρόπο λειτουργίας της ΕΕ, αρνείται όμως τώρα να «βάλει το χέρι στην τσέπη», για να στηρίξει τους πιο αδύναμους. Δεν υπερασπίζεται την Ευρώπη ούτε εξωτερικά, απέναντι στις επιθέσεις των κυριαρχούμενων από τους Αγγλοαμερικανούς διεθνών τραπεζών και του χρηματιστικού κεφαλαίου, που ονομάζονται ευσχήμως «αγορές». Δεν την υπερασπίζεται ούτε εσωτερικά όχι μόνο αρνούμενη να συμπαρασταθεί, αλλά και λοιδορώντας έναν υποτιθέμενο εταίρο της, την Ελλάδα, τη στιγμή που αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης.
Οι κανόνες του Μάαστριχτ
Η Γερμανία έχει δίκιο όταν υποστηρίζει ότι ενεργώντας έτσι υπερασπίζεται τους κανόνες του Μάαστριχτ, που απαγορεύουν κάθε αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια μεταξύ των μελών της ΕΕ και επιβάλλουν, εις τον αιώνα τον άπαντα, μια νομισματική πολιτική που δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο. Οι κανόνες αυτοί ανταποκρίνονται στα γερμανικά συμφέροντα, όπως τα αντιλαμβάνονται οι κυρίαρχοι τουλάχιστον κύκλοι του Βερολίνου, και, κυρίως ανταποκρίνονται στα συμφέροντα των τραπεζών και εν γένει κατόχων χρηματιστικού κεφαλαίου.
Τα δικά τους κέρδη εγγυάται το Μάαστριχτ, σε συνδυασμό με το οικοδόμημα πλήρους απελευθέρωσης των ανταλλαγών κεφαλαίου και εμπορευμάτων, που απαγορεύουν άμεσα και έμμεσα στους Ευρωπαίους να ασκήσουν πληθωριστική, κεϋνσιανή, αντικυκλική πολιτική όταν χρειάζεται, αλλά και να αμυνθούν απέναντι στον εξωτερικό οικονομικό ανταγωνισμό, από τις ΗΠΑ ή την Κίνα.
Υποστηρίζοντας όμως ορθώς ότι τη σημερινή πολιτική της την υπαγορεύει το ίδιο το Μάαστριχτ, που πρέπει να τηρείται σαν Ευαγγέλιο, το Βερολίνο αποκαλύπτει άθελά του τον τερατώδη χαρακτήρα του σημερινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος, κοινή λογική φτάνει για να καταλάβει ότι καμία ένωση, κανενός είδους, ανθρώπων λαών, κρατών, οτιδήποτε, δεν μπορεί να μακροημερεύσει στηριγμένη στην… απαγόρευση της αλληλεγγύης! Οι λαοί της Ευρώπης δεν συγκατατέθηκαν στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης για να… καταστραφούν, συγκατατέθηκαν για να αποκτήσουν περισσότερη ασφάλεια και ευημερία.
Στέλνοντας τους εταίρους της να.. κόψουν το κεφάλι τους στην πρώτη δυσκολία, η γερμανική ηγεσία απονομιμοποιεί η ίδια σε μεγάλο βαθμό και την ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης και την ιδέα του κοινού νομίσματος και τη δική της φιλοδοξία να ηγείται της Ευρώπης. Ο μόνος λόγος που απομένει στα πληττόμενα μέλη της Ευρωζώνης να παραμένουν σε αυτή είναι ο φόβος από τις συνέπειες μιας αποχώρησης-και διάφορα ιδιοτελή συμφέροντα ιθυνόντων κύκλων τους.
Για πόσο καιρό όμως θα είναι επαρκής, ιδίως στην πιθανή περίπτωση εμβάθυνσης της οικονομικής κρίσης, που θα οδηγήσει σε «λατινοαμερικανοποίηση» μεγάλων περιοχών της Ευρώπης; Όπως και στον 20ό αιώνα, η Γερμανία θα πληρώσει και η ίδια τελικά το τίμημα του εγωισμού της, πολιτικά υπονομεύοντας το ρόλο της, οικονομικά στραγγαλίζοντας τους αγοραστές των προϊόντων της, αλλά κινδυνεύει να το συνειδητοποιήσει όταν θα είναι πολύ αργά για να επανορθώσει.
Είναι προφανές ότι η ελληνική κρίση δεν έχει να κάνει μόνο ή κύρια με τα καθόλου ασήμαντα εσωτερικά προβλήματα της χώρας και το ίδιο το υπάρχον πολιτικό σύστημα, πηγή απέραντης διαφθοράς και ίσως σημαντικότερη από την Τουρκία απειλή για την χώρα. Αυτοί είναι παράγοντες που προσδιορίζουν όμως τη μορφή, το χρόνο εκδήλωσης, τις δυνατότητες απάντησης στην κρίση, δεν είναι εκεί το αίτιό της, όπως αποδεικνύει η εμφάνισή της στην Ισπανία, την Πορτογαλία και αλλού.
Στην Ελλάδα μπορεί να εκδηλώνεται ως κρίση δημόσιου χρέους, στην Ισπανία ιδιωτικού, εκδηλώνεται όμως παντού. Αντανακλά τη μακροχρόνια αδυναμία των πιο αδύνατων μελών της Ένωσης να αντεπεξέλθουν στο περιβάλλον, αφενός, μιας νομισματικής πολιτικής κομμένης και ραμμένης στα μέτρα της Γερμανίας και των διεθνών τραπεζών, αφετέρου, στην άρση κάθε εξωτερικού προστατευτικού φραγμού της Ευρωζώνης.
Το κοινό νόμισμα
Η «εσωτερική» λειτουργία του κοινού νομίσματος, ελλείψει αντισταθμιστικών μηχανισμών, οδηγεί σε διαρκή μεταφορά υπεραξίας από τον ευρωπαϊκό νότο στο βορρά. Η «εξωτερική» λειτουργία μιας Ευρωζώνης, που έχει οικειοθελώς απαγορεύσει στον εαυτό της κάθε προστασία από το βορειοαμερικανικό και κινεζικό ανταγωνισμό, οδηγεί στην καταστροφή της ευρωπαϊκής παραγωγικής ικανότητας, αρχής γενομένης από τους πιο αδύνατους.
Η βιομηχανία μας μεταναστεύει από τη Βόρεια Ελλάδα στα Βαλκάνια, οι τουρίστες αποφεύγουν τη χώρα του ακριβού ευρώ, προτιμώντας τα τουρκικά παράλια. Το πρόβλημα θα επιδεινωθεί με τον τερματισμό οσονούπω των πολιτικών συνοχής. Το δικό μας, εσωτερικό ζήτημα ασφαλώς παρόξυνε, δεν είναι αυτό όμως που δημιούργησε το ζήτημα.
Ευρωσύνταγμα και Ευρωζώνη
Τα προβλήματα αυτά δεν τα αντιμετωπίζει μόνο η Νότια Ευρώπη, τα διακρίνει και τα αντιμετωπίζει και η περισσότερο κεντρική, μητροπολιτική Γαλλία. Είναι στη ρίζα της απόρριψης από το γαλλικό λαό του ευρωσυντάγματος το 2005.
Σημαντικοί Γάλλοι διανοούμενοι έκτοτε έχουν επισημάνει το αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται η Ευρωζώνη. Ο δημοσιογράφος Εμανουέλ Τοντ, από τους αρχιτέκτονες της πολιτικής στρατηγικής των γκωλικών τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αλλά και ο πρώην διευθυντής της Le Monde Diplomatique Μπερνουάρ Κασέν, για παράδειγμα, υπογραμμίζουν ότι είναι αδύνατο στην παραγωγική και κοινωνική Ευρώπη να επιβιώσει χωρίς κάποιας μορφής προστατευτισμό.
Η εμμονή στους σημερινούς κανόνες της Ευρωζώνης οδηγεί και προϋποθέτει ολοκληρωτισμό, υποστηρίζει ο Τοντ, που προτείνει στο Παρίσι να απαιτήσει από το Βερολίνο τη ριζική μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης, απειλώντας το με αποχώρηση σε αντίθετη περίπτωση. Ο γνωστός Γάλλος οικονομολόγος Ζακ Σαπίρ υποστηρίζει μια «ημιεπιστροφή» στα εθνικά νομίσματα, με την επιστροφή σε μερικώς μετατρέψιμα, μέσω του ευρώ και, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, εθνικά νομίσματα. Ο φιλελεύθερος οικονομολόγος Μωρίς Αλέ, βραβευμένος με Νόμπελ Οικονομίας, τονίζει ότι η Ευρώπη οδηγείται σε καταστροφή με το υπερφιλελεύθερο σύστημα ανταλλαγών και την κατάργηση της κοινοτικής προτίμησης από τις Βρυξέλλες.
Μέχρι τώρα, οι ιδέες αυτές δεν μπορούσα να εφαρμοστούν, γιατί δεν υπήρχε πίσω τους πολιτική βούληση. Θα είναι μεγάλη κατάρα, τραγωδία για τον ελληνικό λαό, αν, εξαιτίας του τρόπου που το πολιτικό σύστημα διαχειρίζεται τη χώρα, πληρώσουμε με το τίμημα της καταστροφής μας την αναγκαία ενέργεια για μια μεταρρύθμιση του ευρώ, που ίσως θα γίνει, αν γίνει, όταν θα είναι πολύ αργά για να επωφεληθούμε απ’ αυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου