Στη ζωή τίποτα δεν είναι δωρεάν. Κι αν κανείς νομίζει ότι αποφεύγει την πραγματικότητα κάνοντας πως δεν την βλέπει, το σίγουρο είναι πως δεν γελάει τελευταίος.
Εικονογράφηση: Detail of Diego Rivera Mural in Mexico's National Palace
Τώρα που το σκέφτομαι δεν θυμάμαι πως ακριβώς είχε προκύψει. Ίσως στο ότι εκείνη η εποχή ήταν γενικά πολιτικοποιημένη. Ίσως στο ότι οι παρέες του πατέρα μου, που οι περισσότερες ανήκαν στη δημοσιογραφική οικογένεια, όποτε βρισκόμασταν ή στα σπίτια, ή οπουδήποτε έξω συζητούσαν πάντα και πολύ έντονα την πολιτική πραγματικότητα της εποχής.
Πάντως και ενώ η πολιτική δεν ήταν ούτε και είναι το αγαπημένο μου σπορ, θυμάμαι από τα δέκα μου χρόνια να ξέρω πολλά πράγματα για την πολιτική. Και κατά περίεργο τρόπο ενώ ήμουν και ήσυχο και υπάκουο παιδί, παρ’ όλο που και ο πατέρας μου και οι περισσότεροι φίλοι του τότε, είχαν μια συγκεκριμένη πολιτική τοποθέτηση, εμένα με τα όσα καταλάβαινα τότε η τοποθέτησή μου ήταν διαισθητικά στην «αντίπαλη» περιοχή.
Στα 14 μου είχα τελείως κατασταλαγμένη πολιτική άποψη. Τότε λοιπόν και μια μέρα καθώς γύριζα από το σχολείο, μου ήρθε κάτι σαν πολιτική ενόραση και αντιλήφθηκα ότι και η δική μου τοποθέτηση ήταν όσο λάθος ήταν και του πατέρα μου, γιατί όπως κατανόησα πολύ καλά τότε και οι δικές μου προτιμήσεις και εκείνες του πατέρα μου, δεν ήταν παρά απλοί «υπάλληλοι» σ’ ένα σύστημα που ήταν πολύ μεγαλύτερο από τους ίδιους.
Μικρά και ασήμαντα γρανάζια σ’ ένα σύστημα που ήταν ήδη παγκόσμιο. Υποχρεωμένοι να ακολουθούν τις κινήσεις της Ιστορίας και να παίζουν τους μικρούς τους ρόλους όσο πιο πειστικά μπορούσαν. Έτσι από τότε κατέταξα την πολιτική σ’ ένα είδος ψυχαγωγίας για τους αφελείς, που τους αρέσει να ακολουθούν τυφλά, αφήνοντας κάποιον άλλο να σκέφτεται για λογαριασμό τους. Κάτι σαν τα παραμύθια της Χαλιμάς, μεταφερμένα στην τότε εποχή Έτσι παρακολουθούσα τις πολιτικές ομιλίες, με κάποιο είδος συγκατάβασης, προσπαθώντας κυρίως να αξιολογήσω κατά πόσο ο συγκεκριμένος κάθε φορά «ηθοποιός», «ερμήνευε» περισσότερο ή λιγότερο πειστικά τον ρόλο του.
Παρ όλα αυτά και αρκετά χρόνια συνέχισα να ψηφίζω. Στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα, όταν είχε πια ξεσπάσει το σκάνδαλο Κοσκωτά, πολλές πτυχές του οποίου έτυχε να ζήσω, λόγω συγκυριών, από αρκετά κοντινή απόσταση, όταν είδα πως εξελίχτηκε αυτή η υπόθεση και κυρίως πως κατέληξε, σταμάτησα να ψηφίζω.
Βλέποντας πολύ καλά τι είχε συμβεί, βλέποντας τον ρόλο που είχαν παίξει και οι πολιτικές ηγεσίες της εποχής, αλλά κυρίως τα Μέσα Ενημέρωσης, κατέληξα στο ότι δεν υπήρχε λόγος να χάνω το χρόνο μου κάποια συγκεκριμένη Κυριακή, για να επιλέξω το ποιος θα με κλέβει καλύτερα. Για παρόμοιους λόγους σταμάτησα επίσης να πηγαίνω και στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Όταν το παιχνίδι ξεπερνά τα όρια της αθλιότητας δεν μπορείς να συμμετέχεις. Αυτή ήταν η προσωπική μου «ετυμηγορία».
Εκείνο που μου είχε μεγάλη εντύπωση εκείνο τον καιρό, ήταν το πώς παρ’ όλο που εκείνο το παιχνίδι που παίχτηκε ήταν τόσο χοντροκομμένο, παρ’ όλο που τα τσακάλια είχαν βγει στην αγορά μυρίζοντας το ψοφίμι, το πώς και το γιατί τα αλαλάζοντα πλήθη των ιθαγενών, εξακολουθούσαν σαν τυφλωμένα να υποστηρίζουν την άθλια φάρσα που παιζόταν σε βάρος τους.
Ήταν από τότε φανερό το ποια θα ήταν η κατάληξη, αργά ή γρήγορα.
Εξ ίσου μεγάλη ήταν η εντύπωσή μου για το πόσο αδιαμαρτύρητα δέχτηκαν οι ιθαγενείς λίγα χρόνια αργότερα την μεγάλη απάτη του Χρηματιστηρίου που παίχτηκε σε βάρος τους. Στραβοί κουτσοί στον Άγιο Παντελεήμονα και μετά όλοι μαζί στο λάκκο με τα φίδια και όλα αυτά χωρίς διαμαρτυρία, εξακολουθώντας να τρέχουν αλαλάζοντας πίσω από τη μεγάλη συμμορία που τους έκλεβε.
Η πρώτη και μάλλον η μόνη μαζική αντίδραση που υπήρξε απέναντι σε όλα αυτά που συνέβαιναν εις βάρος τους ήρθε από τους ιθαγενείς στις περσινές ευρωεκλογές, όπου σημειώθηκε μια πρωτοφανής αποχή, που υπήρξε και το πρώτο καμπανάκι για τον πολιτικό κόσμο και όλο το υπόλοιπα σύστημα αδίστακτων συμφερόντων.
Ήταν όμως ήδη πολύ αργά. Και όπως φαίνεται μόλις τώρα αρχίζουν οι ιθαγενείς να αντιλαμβάνονται την μεγάλη απάτη. Αλλά όπως έλεγαν και οι αρχαίοι μας πρόγονοι «ουδέ λάθος αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνση από το ταμείο». Και το «λάθος» αυτό είχε τις επικές διαστάσεις των 300 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Και τώρα βέβαια είναι αργά για οτιδήποτε. Και για διαμαρτυρίες και για διαδηλώσεις και για «αντίσταση» και «ανυπακοή» όπως λέει και το αφασικό ΚΚΕ, που υπήρξε κι αυτό μέρος αυτού του ωραίου συστήματος. Τώρα το ποτήρι θα το πιούμε ολόκληρο μέχρι τον πάτο και το ίδιο θα κάνουν και τα παιδιά μας.
Δίκαιοι, άδικοι, γέροι, νέοι, όλοι μαζί βρισκόμαστε στο ίδιο καζάνι.
Με άλλα λόγια το «τρένο», όπως το αποκαλούσε κάποτε το Πασόκ, ή ο «τιτανικός» κατά το Γιώργο Παπακωνσταντίνου, έχει πια μετατραπεί σε γαλέρα. Σε μια γαλέρα με σκλάβους, σ’ κι αυτή που κάποτε φιλοξενούσε τον Μπεν Χουρ στα χρόνια της δικής του σκλαβιάς. Όπως είχε πει και ο Κώστας Σημίτης, με εκείνο το κάπως σαρδόνιο ύφος του, μετά την καταστροφή στο Χρηματιστήριο, η συνολική φιλοσοφία της σημερινής εποχής συνοψίζεται σε δυο λέξεις: «Ας πρόσεχαν».
Είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς πως αυτή η ράτσα που κατοικεί σ’ αυτόν τον τόπο και που οι δυσκολίες έχουν οξύνει το πνεύμα, που έτσι κι αλλιώς υπήρξε ανέκαθεν οξυμένο, έπεσαν μαζικά θύμα τέτοιας απροκάλυπτης εξαπάτησης. Κάποιους αιώνες πριν, όταν ο Μαγγελάνος και οι άλλοι θαλασσοπόροι της εποχής διέσχιζαν τις θάλασσες του κόσμου και συναντούσαν τους κατά τόπους ιθαγενείς, αυτό που έκαναν για να αποσπάσουν την προσοχή και στη συνέχεια τον πλούτο τους, ήταν να τους προσφέρουν μικρά κομματάκια από καθρέφτη, που κατάφερναν να θαμπώσουν τους ιθαγενείς. Έτσι την έπαθαν και οι ιθαγενείς αυτής της περίφημης ράτσας μας.
Υπάρχει κάτι που μου το έχει διδάξει η πείρα της ζωής. Εκείνος που φταίει πάντα είναι εκείνος που στο τέλος πληρώνει το λογαριασμό.
Αν θέλουμε να μάθουμε ποιος φταίει, τότε δεν έχουμε παρά όλοι μαζί και ο καθ’ ένας ξεχωριστά να κοιταχτούμε στον καθρέφτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου