Δεν κυκλοφορούν πια παιδάκια, για να λένε τα κάλαντα, ασυνόδευτα. Ήμουν στην τράπεζα, μπήκαν τρεις φουρνιές πιτσιρικαρία για τα κάλαντα, όλες τις συνόδευε από ένας γονιός. Και στον δρόμο τα ίδια.
Όσα παιδιά είδα με τρίγωνα, όλα είχαν μαζί κι από έναν συνοδό, είτε γονιό είτε κάποιο μεγαλύτερο παιδί. Φτάσαμε στην εποχή, όπου στην πατρίδα μας τα παιδιά δεν μπορούν ούτε τα κάλαντα να πουν, χωρίς να φοβούνται μην τα ληστέψουν...Εκτός αν αυτό γίνετε για να μην προσβάλλουμε το θρησκευτικό συναίσθημα
των μουσουλμάνων η των ντόπιων αθρήσκων.
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΣΟΥΝ ΤΗΝ ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΜΟΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΧΑΡΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΝΤΩΝ,ΤΗΣ ΠΑΡΕΑΣ, ΤΟΥ ΜΕΤΡΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΨΙΛΩΝ ΚΑΙ ΟΛΗΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑΣ.
"[...] Βράδυ έβγαιναν τα παιδιά, την ώρα που καταστάλαζεν ο μόχθος και ο θόρυβος της Παραμονής, όταν οι οικογένειες συγκεντρώνονταν με το νοικοκύρη μαζί κι ετοίμαζαν τα "εστιακά" τους Χριστούγεννα και την "εστιακή" Πρωτοχρονιά, με τη φωτιά, το ιερό ψωμί και τα ξερά φρούτα...
Ήξεραν βέβαια κι από μόνες τους οι νοικοκυρές την ημέρα της Γιορτής, κι έπαιρναν από μέρες τα μέτρα τους για να διώξουν τα χειμωνιάτικα ξωτικά. Την ήξεραν κι οι καλές μητέρες, που μοσχοσαπούνιζαν τα παιδιά τους για την εκκλησιά...
Περίμεναν, όμως, πάντα να τους έρθει ως την πόρτα η χαρούμενη αγγελία, με το μαγικό στοιχείο της παιδικής φωνής, της μουσικής υπόκρουσης και της τραγουδημένης ευχής...
Χτυπούσαν την κάθε πόρτα τα παιδιά, κρατώντας το φαναράκι της νύχτας - ένα άστρο χριστουγεννιάτικο για κάθε σπίτι - και χωρίς να περιμένουν την άδεια ("Να τα πούμε;") άρχιζαν ν'αφηγούνται το γεγονός της ημέρας, πάνω στο μουσικό ρυθμό των αιώνων, όπως τους τον κρατούσε το τύμπανο και το τριγωνικό σήμαντρό τους:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου
για βγείτε, δες τε, μάθετε, που ο Χριστός γεννάται...
Ήταν μια ευλογία για το σπίτι η παρουσία των παιδιών. Οι ευχές, που πρωτόδιναν στον νοικοκύρη και στη νοικοκυρά, ήταν το πιο συγκινητικό συμβόλαιο - τουλάχιστον για κείνον το χρόνο - με τη ζωή και με το Θεό...
Σ'αυτό το σπίτι πού'ρθαμε, πέτρα να μη ραϊσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει...
Η αμοιβή των μικρών καλαντιστών δεν ήταν ούτε ζητιανιά, ούτε φιλανθρωπία. Ήταν μια πράξη τελεστική, που και μόνη της έφερνε το ποθητό αποτέλεσμα: Την αφθονία των αγαθών και τον πλούτο στο σπίτι του νοικοκύρη. Έριχναν τα παιδιά το καλάθι ή το σακκούλι τους, όσο έψαλλαν, και η νοικοκυρά τους έβαζε μέσα ό,τι αντιπροσωπευτικό είχε των δικών της "ευχών": Καρπούς για την καλή σοδειά, γλυκούδια για την ευτυχία, νομίσματα για τον πλούτο... Στέκονταν στη μέση του σπιτιού και τραγουδούσαν, και από τα λόγια τους γινόταν παραμυθένιο το φτωχικό ή μέτριο νοικοκυριό του σπιτιού:
Εσένα πρέπει, αφέντη μου, στα πεύκια να κοιμάσαι,
βελούδα να σκεπάζεσαι κι αφέντης να λογάσαι.
Κυρά μου, σα θα στολιστείς, να πας στην εκκλησιά σου,
χρυσά λουλούδια πέφτουνε, απ'την περπατησιά σου...
Αφέντη μου, στα σπίτια σου χρυσές καντήλες φέγγουν,
φέγγουν στους ξένους να δειπνούν, στους ξένους να πλαγιάζουν,
φέγγει και μια σ'το ταίρι σου να στρώνει να κοιμάσαι,
απάνου στα τριαντάφυλλα κι απάνου στα μιμίτσια...
Στα μάτια των παιδιών του σπιτιού, τούτοι οι γενναίοι καλαντιστές φαίνονταν θαυμαστοί με τις στιχουργικές και μελωδικές γνώσεις τους, με την ταιριασμένη μουσική οργανοπαιξία τους και με την τολμηρή έξοδό τους μέσα στη νύχτα. Οι ίδιοι οι καλαντιστές έπαιρναν στα σοβαρά τον αναγγελτικό ρόλο τους, που τους έδινε και το βάπτισμα στο επαγγελματικό αντίκρυσμα της κοινωνίας, τους έδινε τα πρώτα τους συγκινητικά κέρδη, μαζί με μια ευθύνη λογιότητας και καλλιτεχνικής δοκιμής..." (Δημήτρη λουκάτου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου